Τρίτη 15 Δεκεμβρίου 2009

Δευτέρα 7 Δεκεμβρίου 2009

Ποίηση Ελένης Γκίκα,


Εγώ αντέγραψα ποιήματα! Εσείς διαβάστε την αρχή και τα σχόλια, εδώ!

ΑΝ ΕΒΡΙΣΚΕ ΤΟ ΓΡΑΜΜΑ

55) ΑΝ ΕΒΡΙΣΚΕ ΤΟ ΓΡΑΜΜΑ

Να πάει κάπου να χωθεί
μονάχα ετούτο θέλει
χνουδάκι να γίνει
φύκι, όστρακο, ρείκι
χαμομήλι
να την αγγίζουν
να την πατούν
να την αφήνουν ήσυχη
έτσι να τους περνάει
δίπλα σαν φάντασμα
να μη μιλά
να μη γελά
να μην παίζει πια
ρόλο κανένα
Ο εαυτός της
ένα τίποτα ανακουφιστικό
Να πάει κάπου να χωθεί
πετρούλα θέλει να ‘ναι
ένα με την ξερολιθιά
να γκρεμιστεί με τον τοίχο
του αγίου Κάποτε
ή Ποτέ
Ήσυχη θέλει να είναι
δηλαδή Καμία
να μη χρειάζεται να γράφει
ιστορίες αμήχανες για να χάνεται
να μη χρειάζεται
το τραύλισμα στο ποίημα
να την ακούσει ο Θεός
και να την λυπηθεί
δίχως αυτή τη μάταιη
προσευχή της
Ν’ αναπαυτεί
χωρίς χαρτί
και δίχως άχρηστα λόγια
Να καταλάβει τι ψελλίζει
δίχως ποτέ της να το πει
στη νέα γλώσσα
την ανείπωτη
Να δει το γράμμα που αγνοεί
να σχηματίζεται
επάνω στο χαρτί
Αχειροποίητο
Και ας πεθάνει εν ανάγκη
ας στερηθεί τα πάντα
αφού έχει στερηθεί
έτσι φλύαρη βουβή
ήδη τα πάντα.

Αν έβρισκε το γράμμα….

Παρασκευή 25 Αυγούστου 2006

ΖΗΤΗΜΑ ΚΑΤΟΠΤΡΟΥ

54) ΖΗΤΗΜΑ ΚΑΤΟΠΤΡΟΥ

Πίσω απ’ το τζάμι
πρωταντίκρισε τον κόσμο
είναι δεν είναι
σαν παράσταση,
μυθιστόρημα,
όνειρο.
Πίσω απ’ το τζάμι
διάβασε τα πρώτα της
βιβλία
ψέμα, αλήθεια,
παράλληλο σύμπαν,
κόσμε μου.
Πίσω απ’ το τζάμι
έζησε μια ζωή
όπως έμαθε
να βλέπει
έρωτες, κόσμο, χρόνο,
χάδια να περνούν
Μονάχα τις ρυτίδες της
είδε ξαφνικά
μπροστά στον καθρέφτη.
Προτίμησε το τζάμι.

Είναι η θέμα, όπως και να το κάνεις, καλύτερη.


Παρασκευή 25 Αυγούστου 2006

3 Δεκέμβριος 2009 8:12 πμ

ΒΑΣΑΝΙΣΜΕΝΗ ΕΛΠΙΔΑ ΓΙΑ ΤΟ ΤΕΛΟΣ

53) ΒΑΣΑΝΙΣΜΕΝΗ ΕΛΠΙΔΑ ΓΙΑ ΤΟ ΤΕΛΟΣ

Απ’ το πρωί καθαρίζει
τις τύψεις, πρώτα,
σε βάθος’
Αλλού να πάτε
εδώ στερήσατε μια ζωή.
Τη νοσταλγία, κατόπιν.
με τόσο παρελθόν
πού να προλάβει
το αμήχανο παρόν
να ξεμυτίσει.
Άφησε την ελπίδα
τελευταία.
Την πιο σκληρή.
Αν έλειπε αυτή
δεν θα ‘χε σπάσει
τόσες φορές τα μούτρα της
κάτι θα είχε ζήσει
δεν θ’ άφην’ έτσι τον καιρό
άμμο, νεράκι, αεράκι
να κυλήσει.
Αυτήν θα τιμωρήσει περισσότερο
κρατώντας την φυλακισμένη
ως το τέλος.
Συνήθισε εξάλλου.

Πού να πηγαίνει πια χωρίς αυτήν….

Παρασκευή 25 Αυγούστου 2006

ΕΡΑΣΤΗΣ ΣΚΥΛΟΣ

ΕΡΑΣΤΗΣ ΣΚΥΛΟΣ

Ήταν γραπωμένος στη φούστα της
διέκρινε στα μαύρα μάτια του όλη την αγωνία
μάτια πιστά, εξαρτημένα
μ’ όλη την πίκρα της ανάγκης του
Αυτή το Φως,
Αυτή, Νερό
Αυτή, η αρχέγονη Πείνα του’
μια λαιμαργία υπαρξιακή
γι’ αυτό το πεταμένο κόκαλό της
για ένα της κόκαλο
δαντέλα έγινε στη φούστα της
κι αυτή να επιμένει
«στενός κορσές» πως είναι.
Στενεύει η αγάπη, άραγε;
Τη σκέψη της να φύγει
την κατάλαβε από τον κυματισμό
τη μύρισε στην μπροστινή της πιέτα
σα να σφύριξε ούριος άνεμος
τώρα θα τον αφήσει με τη φούστα σαν πανί
να βολοδέρνει
Κι αυτή γυμνή
ούτε το ύφασμα
ούτε και το παράσιτο,
αυτά τα πιστά μαύρα
αναγκεμένα μάτια
σαν του δαρμένου σκύλου

Πέμπτη 20 Ιουλίου 2006, 2η μέρα στις Εκατό Χουρμαδιές

3 Δεκέμβριος 2009 8:09 πμ

O ΠΥΡΓΟΣ ΤΗΣ ΝΙΚΗΣ

O ΠΥΡΓΟΣ ΤΗΣ ΝΙΚΗΣ

Το πιο ωραίο τοπίο του κόσμου
είν’ ένα ον παράξενο’
το Α Μπάο Α Κου.
Ζει στη σκάλα του Πύργου της Νίκης
και περιμένει επισκέπτες στο κατώσκαλο.
Ελπίζει να είναι αθώοι και τολμηροί
για ν’ ανέβουν.
Στηρίζεται στο ότι δεν αφήνουν
πράγματα στη μέση να συνεχίσουν.
Αλλά για τη Νιρβάνα τους
δεν προσδοκεί
Συνήθως κουτρουβαλάει ζαρωμένο
και ούτε γάτα, ούτε ζημιά
σα να μην πέρασε καν απ’ αυτό τον κόσμο.
Το συναντάμε στο «βιβλίο των φανταστικών όντων»
κι είναι θρύλος του «Περί της Μαλαίας Μαγείας»
Στο πέρασμα των αιώνων το
Α Μπάο Α Κου έφτασε στον εξώστη του Πύργου, λένε,
μόνο μια φορά
Ένας το είδε
γαλάζιο να λάμπει σαν άστρο
τόσο πολύ
με μιαν αφή ροδάκινου
Κι αν φθάρηκαν τα σκαλοπάτια
από ορδές προσκυνητών
μονάχα ίχνη συνάντησαν οι πιο τυχεροί
και μια παράξενη γαλάζια φωτιά
ν’ αναβοσβήνει.

Όμως ποτέ δεν ήταν αρκετή.

Δευτέρα, 6 Μαρτίου 2006, Καθαρά Δευτέρα

3 Δεκέμβριος 2009 7:56 πμ



Το πιο ωραίο τοπίο του κόσμου
είν’ ένα ον παράξενο’
το Α Μπάο Α Κου.
Ζει στη σκάλα του Πύργου της Νίκης
και περιμένει επισκέπτες στο κατώσκαλο.
Ελπίζει να είναι αθώοι και τολμηροί
για ν’ ανέβουν.
Στηρίζεται στο ότι δεν αφήνουν
πράγματα στη μέση να συνεχίσουν.
Αλλά για τη Νιρβάνα τους
δεν προσδοκεί
Συνήθως κουτρουβαλάει ζαρωμένο
και ούτε γάτα, ούτε ζημιά
σα να μην πέρασε καν απ’ αυτό τον κόσμο.
Το συναντάμε στο «βιβλίο των φανταστικών όντων»
κι είναι θρύλος του «Περί της Μαλαίας Μαγείας»
Στο πέρασμα των αιώνων το
Α Μπάο Α Κου έφτασε στον εξώστη του Πύργου, λένε,
μόνο μια φορά
Ένας το είδε
γαλάζιο να λάμπει σαν άστρο
τόσο πολύ
με μιαν αφή ροδάκινου
Κι αν φθάρηκαν τα σκαλοπάτια
από ορδές προσκυνητών
μονάχα ίχνη συνάντησαν οι πιο τυχεροί
και μια παράξενη γαλάζια φωτιά
ν’ αναβοσβήνει.

Όμως ποτέ δεν ήταν αρκετή.

Δευτέρα, 6 Μαρτίου 2006, Καθαρά Δευτέρα

3 Δεκέμβριος 2009 7:56 πμ

ΡΩΓΜΕΣ ΣΕ ΣΩΜΑ ΠΟΥ ΧΑΘΗΚΕ

ΡΩΓΜΕΣ ΣΕ ΣΩΜΑ ΠΟΥ ΧΑΘΗΚΕ

Το γράμμα που λείπει
γεύση από λύπη
αφή που χάθηκε
αφού οι ρώγες στα δάχτυλα κάηκαν
κι ούτε δακτυλικό αποτύπωμα πια
στη ζωή μου απ’ το κορμί σου
μονάχα μια εξορία- ξενητιά
κι ο πόνος, ακαθόριστη οδύνη
Κι όμως κάποτε πέρασε απ’ τη ζωή μου η ηδονή
κι είχε το πρόσωπό σου.
ό,τι κάποτε είχα σώμα, ψυχή
πέρασες και το πήρες φεύγοντας
κι εκεί που ήταν κάποτε
χέρια, πόδια και στήθη
τώρα μόνον ρωγμές πια και μυικοί πόνοι

Αλήθεια αν ξαναρχόσουν
πώς θα σε γνωρίσω;

Σάββατο 4 Μαρτίου 2006, Β’ Ψυχοσάββατο,
Του Σπύρου για να βρει τον δρόμο και να ‘ρθεί.

3 Δεκέμβριος 2009 7:55 πμ

ΜΙΑ ΣΟΚΟΛΑΤΑ ΣΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ

ΜΙΑ ΣΟΚΟΛΑΤΑ ΣΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ

Ήρθες
σαν σοκολάτα στο σκοτάδι
με ηδονή
και ενοχές
όπως είχα συνηθίσει
να παίρνω εγώ την ευχαρίστηση
Έμεινες
όσο κρατούν τα πρωτοβρόχια
πλημμύρες
τ’ ακατάσχετα νερά
Ύστερα
άρχισαν και οι ξηρασίες
σαν τον φιλάργυρο
έκρυψα κάποια κομματάκια
σοκολάτα υγείας
πικρή αυτή τη φορά
πού να χορτάσουν
την απληστία στο σκοτάδι
άβυσσος η ζωή
κάτω απ’ τα πόδια
και περνά
κι εσύ να λειώνεις
Σαν τον χιονάνθρωπο που κάποτε
μου τραγουδούσες
έφευγες
κι έλειωνες
κι εγώ να προσπαθώ να σε κρατήσω
με τη γεύση…

Πέμπτη 5 Ιανουαρίου 2006

ΤΙ ΝΑ ΣΟΥ ΚΑΝΕΙ ΜΙΑ ΣΤΑΓΟΝΑ ΌΤΑΝ ΔΙΨΑΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΩΚΕΑΝΟ

ΤΙ ΝΑ ΣΟΥ ΚΑΝΕΙ ΜΙΑ ΣΤΑΓΟΝΑ
ΌΤΑΝ ΔΙΨΑΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΩΚΕΑΝΟ

Τίποτε από μένανε δεν σου ‘φτασε.
Ό,τι κι αν έκανα, ήταν το ελάχιστο
μια τόση δα σταγόνα
σε σένα που διψούσες θάλασσες
αλλά κι εγώ
στην ξηρασία μου μαράθηκα
ζητούσαμε ακριβώς το ίδιο
κάποιος για την αγάπη
να πεθάνει.
Έτσι πεθάναμε κι οι δυο.

Παρασκευή 6 Ιανουαρίου 2006
ανήμερα των Φώτων,

3 Δεκέμβριος 2009 7:54 πμ

ΧΟΡΟΣ ΜΕ ΤΗ ΣΚΙΑ ΜΟΥ

ΧΟΡΟΣ ΜΕ ΤΗ ΣΚΙΑ ΜΟΥ

Μαζί ανοίγουμε
μαζί τον κλείνουμε τον χρόνο
Χορός με την σκιά μου, καθημερινός
Χωρίς εσένα
ούτε χορός
ούτε εαυτός
ένα άδειο σακί, μονάχα
σε μιαν έρημο
Ποτέ δεν θα σ’ αφήσω
για να ζήσω’
να πω ότι έζησα κάποτε
και τώρα σε θυμάμαι
κι είναι σα να ‘σαι εδώ
Είσαι εδώ’
για να ανοίξουμε μαζί
κι αυτό τον χρόνο.
μπουκάλι
στον αιώνιο ωκεανό.

Μαζί θα ταξιδεύουμε…


Πρωτοχρονιά 2006

3 Δεκέμβριος 2009 7:52 πμ

Η ΚΕΝΤΡΟΜΟΛΟΣ ΚΑΡΔΙΑ

Η ΚΕΝΤΡΟΜΟΛΟΣ ΚΑΡΔΙΑ

Φοράω κόκκινα
Και μη σκεφτείς πως
Δεν σε πένθησα’
Φοράω κόκκινα για να ‘ρθεις.
Σα δέντρο με φωτάκια
Στάθηκα
Στη μέση του πουθενά
Έναν ολόκληρο χρόνο.
Την πλάτη σου έβλεπα
Όλο ν’ απομακρύνεται
Κι εγώ στο χάος
Πέρα απ’ τον άξονά μου.
Αλλά τα φετινά Χριστούγεννα
Η κεντρομόλος καρδιά μου
Σε ξανάφερε
Καλοντυμένο, σκοτεινό
Μ’ εκείνη την γνωστή
Καμπαρτίνα της απόγνωσης
Να ‘ρχεσαι προς την ιστορία μου.
Γι’ αυτό άνθισα κόκκινα
Για να με δεις, επιτέλους, και να μείνεις!

Πρωτοχρονιά 2006 (γράφοντας τον «Υγρό Χρόνο»)

ΕΝΑ ΔΕΚΑΠΕΝΘΗΜΕΡΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΞΟΔΟ

ΕΝΑ ΔΕΚΑΠΕΝΘΗΜΕΡΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΞΟΔΟ

Σήμερα,
Ακριβώς σαν σήμερα,
Που είχε γεννηθεί η μάνα σου,
Που από σύμπτωση γεννήθηκε η Μαρία,
Σαν σήμερα,
Ακριβώς σαν σήμερα,
Που κι ο Χριστός γεννάται κάθε χρόνο
Εσύ, επέλεξες να ξεκινήσεις
Για την έξοδο
Σήμερα,
Σηματοδοτώντας θάνατο
Ή μια άλλους είδους γέννα
Που ως καταδικασμένα γήινη
Ούτε μπορώ να καταλάβω.
Σήμερα,
Ακριβώς σαν σήμερα,
Με την μεγάλη έξοδο,
Ανήμερα του Αη Γιαννιού,
Ακριβώς δεκατέσσερις ημέρες,
πες δεκαπέντε με το ξόδι.
Ούτε το έβλεπα καν
Γι’ αυτό κι επέτρεψα αυτό να σου συμβεί
Μόνος σου!
Σ’ εκείνο το φωτεινό κι αβέβαιο τούνελ
Στο σκοτεινό μου τούνελ μιας ιστορίας
Μόνη κι έρημη εγώ.
Να ξαναμπώ στην ιστορία θέλω
Μήπως και μέσα απ’ αυτή
Το κατορθώσουμε να αποχαιρετιστούμε σωστά
Αυτή τη φορά
Μήπως μπορέσουμε κι εξηγηθούμε
έστω για μια φορά οι δυο μας
Δεν έχω άλλον τρόπο- ραντεβού
Θα ξεκινήσω λοιπόν εγώ για να σε βρω
Σήμερα
Τώρα
Αμέσως
Πάμε!
Να ‘ρθεις
Γιατί δίχως εσένα
Αυτή η ζωή, ζωή δεν είναι.

25 Δεκ. 2005 αρχίζοντας τον «Υγρό Χρόνο»

3 Δεκέμβριος 2009 7:44 πμ

ΡΑΝΤΕΒΟΥ ΜΕ ΤΟΝ ΧΑΡΤΙΝΟ ΗΡΩΑ ΤΗΣ

ΡΑΝΤΕΒΟΥ ΜΕ ΤΟΝ ΧΑΡΤΙΝΟ ΗΡΩΑ ΤΗΣ

Αρχίζει να το αισθάνεται πως
πλησιάζει η ιστορία
Από αυτό τον ανεπαίσθητο
μικρό εκνευρισμό
Από τον τρόπο που επείγεται
να γίνει Κυριακή για να
κλειστεί στο σπίτι.
Από τον τρόπο που
Σφαλίζει τα παντζούρια
Από το χέρι έτσι
όπως σφίγγει το στυλό
Από τους εφιάλτες
τη νύχτα.
Από εκείνη τη γλυκιά χαύνωση όποτε
σκέφτεται εκείνο τον άγνωστο άντρα που
δεν γίνεται παρά μονάχα στο χαρτί
να συναντήσει
Γι’ αυτό και βιάζεται
γι’ αυτό το ραντεβού
Στο μεταξύ, καθόλου
δεν την αφορά η ζωή
Παρά μονάχα
ως προοπτική
να δει αυτοί οι δύο, εν τέλει,
πού θα καταλήξουν.

Δική της θα είναι, βεβαίως, η ιστορία
Αλλ’ όμως το φινάλε αυτός θα το σφραγίσει
Γι’ αυτό κι επείγεται
για να την γράψει
να τον αγγίξει, επιτέλους, στο πρώτο ραντεβού.

Τετάρτη 21 Δεκεμβρίου 2005, λίγο πριν αρχίσει η καινούργια ιστορία (ο «Υγρός Χρόνος»)

ΤΑ ΧΙΛΙΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ

ΤΑ ΧΙΛΙΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ

Και θα ξανάρχεσαι
Με χίλια πρόσωπα
πότε σαν ένας γέρος ζητιάνος
έξω απ’ τη στάση του μετρό
κάποτε σαν ένα ζωηρό αγόρι
που γρατζουνά στην παιδική χαρά
τα γόνατά του
κι άλλοτε σαν αυτόν
τον γοητευτικό γιατρό
μια βροχερή Κυριακή στο Πανόραμα.
Εσύ τον έστειλες να μου χαμογελάσει
να μου υπενθυμίσει πως
ξανάρχεσαι
πως κάπου εδώ τριγύρω είσαι
δεν μπορεί
έτσι ξαφνικά κι απαρέγκλιτα
έτσι «για πάντα»
να χάθηκες
Εσύ που ήσουν το
κέντρο του σύμπαντος κόσμου
το φως, η σκιά μου
η σκιά σου
πάντοτε και παντού
βαριά
και καθοριστική,
μεγαλειώδης.

Να μου ξανάρχεσαι.

Κυριακή 4 Δεκεμβρίου 2005

3 Δεκέμβριος 2009 7:42 πμ

ΤΑ ΑΝΟΙΧΤΑ ΠΑΡΑΘΥΡΑ

ΤΑ ΑΝΟΙΧΤΑ ΠΑΡΑΘΥΡΑ

Για να σε θυμηθεί
βρίσκεται εδώ
είκοσι μέτρα σε μια τρύπα
κάτω απ’ τη γη
ζηλεύει το χώμα
που σε σκέπασε
ποθεί τα λουλούδια
εκείνα τα άσπρα γαρίφαλα
και ύστερα τις ντάλιες
που σου ‘φερε μετά
φυσάει σαν τον φιλάργυρο
τα σεντόνια σας
και στο παράθυρο
όλο κοιτά
τα σφαλισμένα σου παντζούρια.
Μόνο στο όνειρο ανοίγουνε
Γίνονται πάλι όπως τα ξέρει’
Φωτεινά.
Γι’ αυτά τα σφαλισμένα σου
παράθυρα
βρέθηκε εδώ για να μιλήσει
απόψε
εκείνη, θα τ’ ανοίξει πάλι
τα παράθυρα
κι αν χρειαστεί
θα χτιστεί κι η ίδια
σ’ αυτή τη νέα
χάρτινή της ιστορία.

Αλλ’ όμως τα παράθυρα
θ’ ανοίξουν
οπωσδήποτε

Παρασκευή 8 Ιουλίου, 2005, μεσημέρι

ΤΟ ΘΑΥΜΑΣΤΙΚΟ ΤΟΥ ΕΡΩΤΗΜΑΤΙΚΟΥ

ΤΟ ΘΑΥΜΑΣΤΙΚΟ ΤΟΥ ΕΡΩΤΗΜΑΤΙΚΟΥ

«όλα λάμπουν, σου λέω, όπως τα μάτια σου όταν ξέρω
πως θέλεις να μου γλύψεις τα χείλη».
Ακόμα τη θυμάσαι, σε ρώτησα’
μα όμως ποτέ δεν την ξέχασα’
ούτε κι εδώ που ήρθα πια
και θα μείνω.
Εδώ θα μείνω. Εδώ που ήρθα’
για πάντα.
«Θεέ μου, πώς λάμπουν όλα! Όπως όταν ήμουν παιδί.
Να πέσω στα γόνατα;»
Μα είσαι στα γόνατα!
Πώς να στο πω’ στα γόνατα
θα είσαι για πάντα.
Κι αυτό το ερωτηματικό
έχει γίνει θαυμαστικό εδώ και καιρό.

Δευτέρα 5 Δεκ. 2005, Θεσσαλονίκη, Πανόραμα

3 Δεκέμβριος 2009 7:41 πμ

ΓΙΑ ΕΝΑΝ ΜΙΣΟΤΕΛΕΙΩΜΕΝΟ ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟ

ΓΙΑ ΕΝΑΝ ΜΙΣΟΤΕΛΕΙΩΜΕΝΟ ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟ

Όλοι σε κλάψαμε.
Και ο καθένας μας, για κάτι άλλο.
Άλλος, γιατί ήσουν φίλος καρδιακός
Οι περισσότεροι, γιατί ήσουν ο γιατρός τους
Εκείνη η γυναίκα με τα κόκκινα μαλλιά
επειδή ήσουν ο άντρας της
Οι συγγενείς, επειδή «έτσι είθισται»
Οι γείτονες, επειδή φοβήθηκαν
αν δεις φωτιά στου γείτονα το σπίτι…
Κανένας δεν μπορούσε, όμως, να καταλάβει γιατί πλάνταζα
Γιατί σαν την τρελή μαζεύω ακόμα,
χρόνια, μήνες, μέρες,
σπυρί- σπυρί και σαν το ζητιανάκι από παντού
και πού να φανταστούν εξάλλου
τον ολοφυρμό της μισοτελειωμένης κίνησης
Όχι, δεν αποχαιρετιστήκαμε σωστά.
Κι ετούτο τον καημό, κανένας δεν θα μπορέσει
τελικά να καταλάβει.

Τρίτη 11 Ιανουαρίου 2005
Η τέταρτη μέρα μετά από την φυγή του Σπύρου.

3 Δεκέμβριος 2009 7:40 πμ

B’ ΥΠΟΘΕΤΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ

B’ ΥΠΟΘΕΤΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ

Τώρα θα κλείνεις το ιατρείο
και θα γυρίζει το κλειδί στην πόρτα.
Να ‘ξερες τι λαμπερά αστέρια
βρίσκονται εδώ στην εξοχή
Να βλέπεις που να πέφτουνε
και να μη προλαβαίνεις τις ευχές
Άσχετ’ αν πιάνουνε.
Πάντως, εσύ, όλο εύχεσαι
το Απραγματοποίητο
είναι ο πιο ισχυρός υποθετικός λόγος.

Τώρα γυρίζεις το κλειδί στην πόρτα
πώς ανεβαίνει ο πολυέλαιος στον ουρανό
επάνω δεξιά τρία τέταρτα φεγγάρι
και κάτω ταψί,
λάμπες, λαμπάκια, ένας ολόκληρος γαλαξίας που
αναλήφθηκε στον ουρανό
μαζί με όλα μας τα σχέδια,
μια οφθαλμαπάτη
Ακόμα κι οι φωτογραφίες
μας προδώσανε
Και όσο για τα γράμματα
λες «τα ‘γραψα?»
και τα διαβάζεις πια σαν άλλη.
Όπως και το βιβλίο της ζωής.
Σαν άλλη το αντικρίζεις.

Κι ας το έγραψες!

Τετάρτη 25 Αυγούστου 2004, Μαραθώνας, πίνοντας Τζιν Τόνικ

3 Δεκέμβριος 2009 7:38 πμ

«Υποθετικό Ποίημα»

Μαραθώνας, Αύγουστος 2004


«Ποιος ξέρει τι αναλογιζόταν ο Θεός
Καθώς κοίταζε το ραβίνο του στην Πράγα;»
Χ.Λ.Μπόρχες «Το Γκόλεμ»

«Αχρήστεψες τα χρόνια και σ’ αχρήστεψαν,
Κι ακόμα, ακόμα, δεν έχεις γράψει αυτό το ποίημα».
Χ.Λ.Μπόρχες «Ματθαίος ΚΕ! 30)

«Σε τούτη την ολέθρια βραδιά με οδηγούσε
ο λαβύρινθος φτιαγμένος από βήματα
που οι μέρες μου τον πλέκουν από κάποια
μέρα που ήμουν παιδί. Βρήκα επιτέλους
τ’ απόκρυφο κλειδί των χρόνων που ‘ζησα,
τη μοίρα του Φραγκίσκο ντε Λαπρίδα,
το γράμμα που ‘λειπε, το τέλειο σχήμα
που γνώριζε ο Θεός απ’ την αρχή:
στης νύχτας τούτης τον καθρέφτη βρίσκω
το αιώνιο πρόσωπό μου που αγνοούσα.
Να κλείσει τώρα ο κύκλος αναμένω».
Χ.Λ.Μπόρχες «Υποθετικό Ποίημα»

3 Δεκέμβριος 2009 7:35 πμ

ΑΧΕΙΡΟΠΟΙΗΤΟ ΠΟΙΗΜΑ

56) ΑΧΕΙΡΟΠΟΙΗΤΟ ΠΟΙΗΜΑ

Αχειροποίητο να ‘ναι
το ποίημα
έτσι ήθελε’ σαν εικόνισμα.
Μονάχα που αγνοούσε τι να κάνει.
Αν έκοβε τις φλέβες της;
αν περπατούσε όλη τη νύχτα στο βουνό;
αν σκότωνε έναν άντρα;
αν πέρναγε εκείνο το ποτάμι;
Στην άλλη όχθη
στη στέρηση
στο πέρα απ’ το βουνό
στο επέκεινα
θα έβλεπε το ποίημα;
Σαν πινακίδα από νέον στον ουρανό
Σαν το ουράνιο τόξο μετά την καταιγίδα.
Την καταιγίδα, όμως, θα πρέπει
πρώτα να περάσει’
να διασχίσει αστραπές
να κλείσει στις βροντές
τ’ αυτιά της
ν’ αντέξει τη νεροποντή
Κι έτσι βρεμένη, τρομαγμένη
και ολόφωτη να δει το γράμμα
Μέσα απ’ το μοβ
το κίτρινο
το ροζ…
Εκείνη στο ροδί πάντα θα ποντάρει
να δει να σκάει η τύχη
μια και δυο φορές
Την τρίτη, θα τα χάσει όλα
αλλά θα ‘χει δει το ποίημα.
Ένα ξένο, τελικά, ποίημα,
εκεί ψηλά στον ουρανό.

Αλλά μήπως και το ουράνιο τόξο
ήτανε δικό της;

Παρασκευή 25 Αυγούστου 2006

3 Δεκέμβριος 2009 8:13 πμ

Τρίτη 1 Δεκεμβρίου 2009

Άνοιξε και μας περιμένει!

01/12/2009

Οι σπασμένοι κανόνες

«Τα φιλιά σου είναι φωτιά,

Το κορμί σου, πυρκαγιά,

Μεσ’ τα μάτια σαν με κοιτάς,

Ανάβει ο σεβντάς…»

Γιατί, όταν τ’ ακούω από τον Αγγελόπουλο εκνευρίζομαι, και τώρα ριγώ με την φωνή της κι αυτήν απέναντι;

Γιατί, ενώ μου κατακερματίζει το «Amsterdam” του Ζακ Μπρέλ, είναι σα να τ’ ακούω για πρώτη φορά; Πώς γίνεται, κάθε φορά που την ακούω στο “Gloomy Sunday” να με καθηλώνει;

Είναι Τρίτη βράδυ, πρέπει να έχω πάνω από 38, 39 πυρετό, στο Παλλάς, κι έχει περάσει από την προηγούμενη φορά που την είδα ακριβώς στον ίδιο χώρο, περίπου ένας χρόνος.

Έχει παχύνει εμφανώς. Και κάτι δεν πάει καλά στα ηχητικά εμφανώς, είπε δυο τρεις φορές «φακ» στο πιάνο.

Κι όμως, γιατί όσο κρατά το τραγούδι, εγώ ξεχνάω να βήξω;

Πώς κατορθώνει να σταματά τον χρόνο κι ούτε ένας δεν θέλει να τελειώσει κάποια στιγμή όλο αυτό;

Η Diamanda Galas, με μανιάτικες ρίζες και κανόνες – μετά τον θάνατο του αδελφού της από έιτς- σπασμένους, άρχισε να κάνει πια την δική της προσωπική μουσική, ακολουθώντας έναν μοναχικό και απάτητο δρόμο.

Πριν απ’ αυτό το καθοριστικά μοιραίο γεγονός, ήταν μια από τις σημαντικότερες σολίστες πιάνου στον κόσμο. Με φωνή Θεού ή θηρίου που δεν αρκούσαν για να μετρηθεί όλης της κλίμακας οι οκτάβες.

Μετά απ’ αυτό, η μουσική και η φωνή, ο κόσμος της, τόσο μοναδικά κατακερματισμένος.

Τραγουδούσε μόνον όσα την ενέπνεαν. Μελοποιούσε, όσα την καίνε. Άλλοτε λύκαινα στην αρρένα, κάποτε κόρη φεύγουσα που θρηνεί κι αποχαιρετά: με μανιάτικα μοιρολόγια και με τραγούδια ερωτικά την απώλεια.

Την απώλεια, που η ίδια εδώ στο Παλλάς φαίνεται να έχει υποδεχθεί πριγκιπικά. Κατορθώνοντας το ασύλληπτο, τελικά, στο τραγούδι: μια γυναίκα με μαύρα κι ένα πιάνο με ουρά, να υλοποιεί λέξεις και νότες. Γιατί όταν η Diamanda λέει «καίγομαι» σ΄αγγίζει η φλόγα. Κι ας είναι άγνωστη γλώσσα- λέξη για σένα. Κι όταν τραγουδά «θάλασσα πλατιά», σε παίρνει το κύμα.

Κι όσο περνά ο καιρός, φαίνεται να το κατορθώνει το ακατόρθωτο, τελικά.

Ναι, τώρα που το σκέφτομαι δεν ανάσανα καν, όσο διήρκεσε όλη αυτή η μυσταγωγία. Στο δρόμο για την επιστροφή, έβηχα συνεχώς. Εξόριστη λες από μουσική Κόλαση ή Παράδεισο.

Δημοσιεύτηκε στο Έθνος της Κυριακής

Υγ. Ντιάκι- Penelope και Ιουστινάκι, σχόλια δεν θέλατε? Ε ανοίξαμε, κάνετε παιχνίδι!
Ριτς??? Κατερίνα? Μόχα, έγραψες χρυσό μου?

2 σχόλια:

alef είπε...

Mohaki μου γλυκό επειδή εδώ δεν... δεν παίρνεις από το f.b. όπου για ευνοήτους λόγους τα καταφέρνω, κανένα μεσιέ Μπρελ στο επίμαχον άσμα και την Ντιαμάντα μας σε κανα... Καίγομαι (και ψήνω στον πυρετό) λέμε τώρα! Μόχα! Ξύπνα, εγώ νοσώ εσύ τέκνον, κοιμάσαι???

alef είπε...

Α και Καλό Μήνα! Μη ξεχνιόμαστε! Κόρες, έτσι και δεν το πάρετε είσηση που λυσσάξατε στο fb πως σας τα άνοιξα τα σχόλια, θα σας τα ξανακλείσω (διότι σημαίνει ότι δεν με διαβάζετε) (που δεν με διαβάζετε) σμουτς (άλεφ εκτός... τάφου) (λέμε τώρα) (αλλά σε λίγες μέρες όμως?) (πλάθω πλάθω κουλουράκια με τα δυο μου τα χεράκια και Νεφέλη και Ντανιέλα, αμέ!) (ροζ!) (Ναι καλέ! Κουλουράκια ροζ!)

Μ' άρέσει!

30/11/2009

Άπτερος έρως....

Αν αγαπάμε την ιδέα, ε μα ναι, μια ιδέα είναι όλα


«Η ΕΒΡΑΙΑ ΝΥΦΗ» του Νίκου Δαββέτα. Εκδ. «Κέδρος», σελ. 231

«Κι όμως, έλεγα ψέματα. Ακόμη και σε μένα. Προπάντων σε μένα. Σήμερα πια το ξέρω, ήμουν ερωτευμένος με την αδυναμία της, την ευθραυστότητά της, μ’ εκείνο το τρομαγμένο παιδί που έκρυβε μέσα της και προκαλούσε τους ενήλικες φορώντας τα μεταξωτά εσώρουχα της μαμάς του. Εξάλλου, ποτέ δεν αγαπάμε κάποιον. Συνήθως αγαπάμε την ιδέα που σχηματίζουμε για κάποιον. Και η ιδέα που είχα σχηματίσει μες στο μυαλό μου για την «άπτερη» Νίκη ήταν περισσότερο ελκυστική από την οποιαδήποτε αρτιμελή εικόνα της». Την ιδέα που σχηματίζουμε για τον άλλον αγαπάμε και με τον πληγωμένο, παιδικό εαυτό μας, μάλιστα. Έτσι αγαπήθηκε η ηρωίδα από τον ήρωα, δυο παρομοίως τραυματισμένα παιδιά από γονείς, όμως τόσο διαφορετικούς εκ πρώτης όψεως. Κι έτσι καθ’ όλη την διάρκεια του βιβλίου, η συνεχής και πυρετώδης μεγάλη αναμέτρηση: εκείνης με τον πατέρα, εκείνου με τον δικό του πατέρα, του εβραίου ψυχαναλυτή με τον πατέρα της και τον πατέρα του. Και με το παρελθόν και την πιο σκοτεινή σελίδα της Ιστορίας διαρκώς παρούσα. Αινιγματική και βουβή σα σφίγγα, σαν την «Εβραία νύφη» στον πίνακα του Ρέμπραντ. Όπως και η χαμένη μητέρα σ’ ένα κατεστραμμένο τάφο. Μικρές ζωές που φέρουν το μεγάλο ιστορικό βάρος. Αβάσταχτο για τους πλέον ευαίσθητους κι ευάλωττους τελικά. Αμαρτίες γονέων που στερούν από τη Νίκη, τα φτερά της.

Τετάρτη 11 Νοεμβρίου 2009

Απ' την βιβλιοπαρουσίαση του Νίκου Παργινού

Απ' την βιβλιοπαρουσίαση του Νίκου Παργινού, "Με τον έρωτα περνάει ο καιρός με τον καιρό περνάει ο έρωτας".

Απ' την βιβλιοπαρουσίαση της Ιουστίνης Φραγκούλη - Αργύρη

Η Ελένη Γκίκα δεν γράφει μόνο δικά της βιβλία, αλλά στηρίζει και παρουσιάζει πολλά βιβλία και άλλων συγγραφέων!
Αυτή είναι η Ελένη Γκίκα και τα παρακάτω λόγια τα "έκλεψα" απ' το blog της Ιουστίνης:

Η πιο ωραία στιγμή

Το βράδυ της Παρασκευής δεν το φώτισαν μόνο οι υπέροχες παρουσίες των αγαπημένων προσώπων, αλλά και οι απρόσμενες κουβέντες για το βιβλίο και την υπογράφουσα αυτό. Κοκκίνησα για τους μοναδικούς λόγους που με γενναιοδωρία εξέφεραν οι πανελίστες μου. Αλλά αυτό συνολικό ΄κομμάτι της βελούδινης Ελένης Γκίκα με έκανε να νιώσω το τρέμουλο ενός μικρού κοριτσιού μπροστά στα καινούρια λευκά παπουτσάκια του Πάσχα. Θα το κρατώ κάτω απο το μαξιλάρι μου για πάντα, επειδή είναι δικό σου, επειδή με διαβάζεις μέσα έξω, επειδή θέλω να προστρέχω σ΄αυτό όταν με πληγώνουν οι συνθήκες.
Ελένη με τη βελούδινη παρουσία και τη μεταξένια φωνή Σ αγαπώ! Γιατί η αγάπη και η φιλία δεν έχουν σύνορα!!!Νικούν την απόσταση, το χρόνο.

Ιουστίνη


Αναζητώντας αενάως τον Χαμένο Παράδεισο...Της Ελένης Γκίκα

“Για την αγάπη των άλλων”, ό,τι κι αν έκανε,
για την αγάπη των άλλων μοιάζει να το 'κανε,
το σκεπτόμουν αρχίζοντας να γράφω για την Ιουστίνη

και αυτή τη φορά.

Την Ιουστίνη που γνώρισα αλλόκοτα, μυστικιστικά και παράδοξα.
Την γνώριζα ως συνάδελφο, μου είχε μιλήσει για κείνη κοινή και καλή φίλη, αλλά δεν είχε έλθει η ώρα φαίνεται.

Η ώρα έφτασε με το βιβλίο της... “Στις αγορές του κόσμου”. Ένα έργο, επίσης, αλλόκοτο και παράδοξο και νεωτερικό, όπου συνένωνε το προσωπικό με το διαχρονικό, τις ανθρώπινες ιστορίες με τα σταυροδρόμια του κόσμου. Το ψυχικό άλγος με την περιπλάνηση, το προσωπικό με το οικουμενικό, Εκανε τον ατομικό πόνο, δωρεά, και ομορφιά και μαγεία, Μεταμόρφωνε κάτι τόσο εφήμερο, σε αιωνιότητα.
Είχα γράψει, θυμάμαι, ένα μικρό σημείωμα.
Θυμάμαι τόσο καλά το βιβλίο!
Επικοινωνήσαμε. Αμέσως αισθάνθηκα ότι εδώ κάτι συμβαίνει.
Αλλά αυτό που υπήρξε τελικά αποκαλυπτικό, ήταν το διαδίκτυο και θα σας φανεί τρελό!
Εκείνη στον Καναδά κι εγώ σε μιαν ακρούλα πότε στο Κορωπί και πότε στο Χαλάνδρι.
Από το blog εκείνη, άλεφ στο δικό μου Γκόλεμ εγώ. Κι από επίσκεψη σε επίσκεψη, από σαλονάκι σε σαλονάκι, διαδικτυακό λέμε, ε? από βιβλίο σε βιβλίο, γίναμε φίλες! Καρδιάς.

Βρισκόμαστε όποτε έρχεται, αλλά είναι ωσεί παρούσα στη ζωή μου κι όταν απουσιάζει. Την νοιάζομαι και με νοιάζεται. Γενναιόδωρη απίστευτα, με ψυχικά αποθέματα θαυμαστά, το διαπίστωσα πρόσφατα στη Ρόδο σε κοινό μας ταξίδι. Οξυδερκής, δίκαιη, κομψή, ευαίσθητη, δοτική, με εκείνη την κοσμοπολίτικη αύρα.
Παντός καιρού, κυριολεκτικά.
Χαλκέντερη συνάδελφος (έχει ασχοληθεί με όλα τα είδη του ρεπορτάζ και με απίστευτη πάντοτε επιτυχία) χαλκέντερη και συγγραφέας, τελικά.
Πατώντας γερά σε τρεις βασικές σταθερές: Πατρίδα, Οδύσσεια και Νόστος, Παράδοση και Ορθόδοξος Πολιτισμός.
Γνωρίζοντας καλά τις τεχνικές της γραφής, τους απαράβατους όρους: δομή, ήρωες, πλοκή, αληθοφάνεια, ατμόσφαιρα, σφαιρική αντίληψη κόσμου.
Εξάλλου, πολυταξιδεμένη, μπορεί, είναι σε θέση να έχει αντίληψη σφαιρική.
Υποτάσσοντας πάντοτε το γλωσσικό οπλοστάσιο και τα αστείρευτα εκφραστικά της μέσα, στην ιστορία.

Για την αγάπη των άλλων, πάντοτε.

Στη “Μοναξιά ενός ασυμβίβαστου” ήταν το χρέος της να διασώσει την διαδρομή, τα έργα και τις ημέρες του αρχιεπισκόπου Σπυρίδωνος. Και το έκανε με μέτρο και σύνεση, δίκαια και συνετά.
Στο “Πετάει, πετάει το σύννεφο” την αθανασία του ενός, την ιστορία του παππού κάνοντάς την ανθεκτική κι αλώβητη μέσα στον χρόνο.
“Στις αγορές του κόσμου” η Κωνσταντίνα της ήταν η πληγή. Για κείνην άπλωσε την καρδιά της στο Σύμπαν.
Στα “Ψηλά Τακούνια Για πάντα”, το χρέος της στη Γυναίκα. Υπογράφοντας ένα μεταμοντέρνο μυθιστόρημα και μεταφεμινιστικό, που κατ' εμέ δεν έχει ακόμα διαγράψει όλη του τη διαδρομή στη λογοτεχνία.
Με το “Ημερολόγιο Αβάνας- Η Κούβα στο Λυκόφως του Κάστρου” επέστρεφε. Εκεί που ήλπισε, πως θα νικήσει τον Χρόνο. Κι ήταν εκείνη που νίκησε, τελικά. Διασώζοντας καλοκαίρια, ταξίδια, αναμνήσεις, ανθρώπους και μια Κούβα μέσ' απ' τα μάτια της τόσο πολύ διαφορετική! Που ίσως και να χαθεί, το πιο πιθανό δηλαδή, να χαθεί στο μέλλον. Εχει προλάβει όμως η Ιουστίνη να την διασώσει έτσι αθώα, στο βιβλίο.

Με το καινούργιο της μυθιστόρημα “Για την αγάπη των άλλων” πέτυχε το ακατόρθωτο: να διασώσει ένα μεγάλο κομμάτι Ιστορίας και Ελλάδας, κι ελληνισμού. Μέσα από μια προσωπική ιστορία και μια συγκλονιστική, τελικά, οικογενειακή σάγκα.
Η ηρωίδα της, σχεδόν αρχετυπική. Αντιγόνη. Έξυπνη, όμορφη, μορφωμένη και σίγουρα τόσο μπροστά από την εποχή, ερωτεύεται με πάθος: Τη ζωή κι έναν άνδρα. Και γνωρίζει όλα αυτά τα διαχρονικά κι αρχετυπικά της ζωής: πάθος, ελπίδα, προδοσία, και ξεκινώ ξανά απ' την αρχή, γιατί ακόμα και η ζωή του ενός, πολλαπλοί κύκλοι είναι.
Στον αντίποδα, η γαλλοτραφής, πολίτισσα, ανδρόγυνη μάνα. Αναγκασμένη εκ των συνθηκών. Τα δυο πρόσωπα της ίδιας γυναίκας τελικά, και η ζωή που δεν έζησα και για τη μία και για την άλλη.
Διότι όπως σοφά θυμάμαι είχε στην Πολίτικη Κουζίνα από την ηρωίδα που αρνιόταν τον έρωτά της επωθεί, ότι εκείνο εν τέλει που μετρά και βαραίνει είναι και όσα αρνούμαστε να ζήσουμε γιατί έτσι πρέπει. Κι εδώ επιτρέψατέ μου να κάνω μια μικρή αλλαγή, εφαρμόζοντας ένα μικρό τέχνασμα ζωής που μου έχει μάθει η καλή μου φίλη Μάρω,
αντικαθιστώντας τα πρέπει με αξίζει,
για να ξεδιαλύνουμε τη γενναιότητα από τη δειλία μας στη ζωή, την προσωπική απόφαση του ενός από την υποταγή μας στη νοοτροπία των άλλων.

Το αποτέλεσμα, μια ιστορία νομοτελειακή σαν ζωή, εξάλλου είναι ζωή. Την έψαξε κυριολεκτικά την τράβηξε από το μανίκι την συγγραφέα της αυτή εδώ η ιστορία!
Και η Ιουστίνη, που είναι πάντοτε ανοιχτή να δει την πρόκληση και να αντιδράσει με συγγραφική γενναιοδωρία σε ό,τι αξίζει, ανταποδίδει στα πολλαπλάσια εκείνη την δωρεά.
Χαρίζοντας σε μιαν οικογένεια την αθανασία στην προσωπική τους πορεία και σε μια γυναίκα τη δικαίωση και το αλώβητο χρονικά πρόσωπό της. Στην ελληνική λογοτεχνία δε, ένα κομμάτι που έλειπε: εκείνο της ξενιτιάς, με τρόπους παντοίους: η ηρωίδα της ξένη στο σπίτι της, στην οικογένειά της, στον τόπο της, στην ξένη γη, εφόσον τόσο πολύ διαφορετική αλλά κι τόσο υπεύθυνα δική τους!
Ένα μυθιστόρημα σαν παλίμψηστο που σκιαγραφεί ως τοιχογραφία εποχής, όχι μόνο τη Νίσυρο, αλλά την Ελλάδα εκείνων των χρόνων: ήθη και έθιμα, νοοτροπία και πολιτικοκοινωνικό πλαίσιο, το αμερικάνικο όνειρο, όλα βρίσκονται εκεί. Με ατμόσφαιρα που σε καθυποβάλλει, με χαρακτήρες σχεδόν ψυχαναλυτικούς, με γεγονότα που υπαινίσσονται περισσότερα κι απ' όσα αφηγούνται, με μια γλώσσα αυστηρή, λιτή και συγκρατημένη κατά πως αρμόζει. Με αποδοχή τέλους σοφή, αποκαλύπτοντας όλη τη νομοτελειακή δικαιοσύνη ζωής αλλά πάνω απ' όλα το έλεος! Με ένα εντυπωσιακό φράκταλ ζωής και πως η ζωή του ενός καθορίζει και συμπαρασύρει τους άλλους. Πως η Ιστορία συμπαρασύρει και καθορίζει την ιστορία του ενός. Μια αλυσίδα που δεν γίνεται εν τέλει να κοπεί ούτε κρίκος!

Ένα βιβλίο που μας χαρίζει ένα μεγάλο κομμάτι ελληνισμού και ένα μέρος από την χαμένη ταυτότητα που τόση ανάγκη έχει ο νεοέλληνας.
Από μια συγγραφέα που γνωρίζει γλωσσικούς και λογοτεχνικούς κανόνες τόσο καλά και που σέβεται όσο κανείς ιστορία, παράδοση, γυναικεία
μοίρα.
Καθόλου τυχαία η τόσο σπουδαία μέσα σε ένα μόλις μήνα διαδρομή (νομίζω είναι στη δέκατη χιλιάδα?) και η μεγάλη και συγκινητική ανταπόκριση των αναγνωστών.
Η Ιουστίνη παρακολουθεί μέχρι εσχάτων τις ανθρώπινες διαδρομές, δικαιώνοντας λάθη, επιλογές, θυσίες και πάθη.
Σε ένα βιβλίο όπου η Αγάπη ταυτίζεται με τη Ζωή.

Ιουστινάκι μου καλό, καλοτάξιδη μάτια μου, στα σταυροδρόμια του κόσμου και με αυτό το βιβλίο. Και για άλλη μια φορά σε ευχαριστώ για τη φιλία και την εμπιστοσύνη και για τον τρόπο που εξακολουθείς να βλέπεις γλώσσα, λογοτεχνία, φιλία και Ελλάδα. Για την αγάπη σου στις ηρωίδες που δικαιώνονται έτσι ή αλλιώς, για τη ζωή που έζησαν αλλά και για κείνη που αρνήθηκαν, διότι έτσι το θέλησαν οι καιροί.
Και επειδή είμαστε, τελικά, όλοι, ό,τι κάνουμε αλλά και ό,τι δεν κάνουμε!

Να είσαι πάντα καλά, να γράφεις, να ταξιδεύεις, να μας τα αφηγείσαι και να διασώσεις ό,τι αξίζει. Όπως γνωρίζεις έτσι με γενναιοδωρία και οξυδέρκεια να κάνεις καλά!
Σε ευχαριστώ και πάλι για το ταξίδι.

Ελένη Γκίκα, Νοε 2009



Τρίτη 13 Οκτωβρίου 2009

ΠΛΗΘΟΣ ΕΙΜΑΙ και ΜΑΝΟΣ ΚΟΝΤΟΛΕΩΝ

Το γράμμα που λείπει....

Ελένη Γκίκα "Πλήθος είμαι"

Μυθιστόρημα

Εκδόσεις Άγκυρα


Από τον Μάνο Κοντολέων


Μονάχα όσοι από εμάς έχουμε τη λογοτεχνία ως τρόπο ζωής, μονάχα εμείς μπορούμε να κατανοήσουμε απόλυτα αυτό που το τελευταίο μυθιστόρημα της Ελένης Γκίκα θέλει να τονίσει.
Γιατί το "Πλήθος είμαι" μπορεί άνετα να το διαβάσει κανείς ως ένα ενδιαφέρον και ιδιαιτέρως αισθαντικό μυθιστόρημα, μπορεί να το χαρεί ως ένα βαθιά υπαρξιακό κείμενο, μπορεί να φύγει μαζί του σε χώρους όπου ο έρωτας προσπαθεί να ταυτίσει το 'εγώ' με το 'εσύ'... Όλα αυτά ο αναγνώστης του έργου μπορεί να τα βρει, όπως βέβαια και να αναγνωρίσει την απόλυτη λογοτεχνική του ταυτότητα.
Αλλά υπάρχει κάτι ακόμα -αυτό το κάτι που κατά τη γνώμη μου έκανε τη συγγραφέα να δομίσει με τέτοιο τρόπο το υλικό αφήγησής της. Κι αυτό το κάτι μόνο όσοι έχουν τη λογοτεχνία ως τρόπο ζωής μπορούν να το χαρούνε.
Το έργο αποτελείται στην ουσία από δυο είδη αφηγηματικού λόγου. Στο ένα παρουσιάζεται η ζωή, οι σκέψεις, τα συναισθήματα της ηρωίδας -είναι το κύριο μυθιστορηματικό μέρος. Το άλλο αποτελείται από κριτικές προσεγγίσεις διαφόρων βιβλίων. Είναι τα βιβλία που η ηρωίδα διαβάζει.
Όσο κι αν φαίνεται παράξενο, η Ελένη Γκίκα αυτές τις κριτικές -ίσως θα ήταν πιο σωστό να τις ανέφερα ως αναγνωστικές- προσεγγίσεις τις μετατρέπει σε στοιχεία της μυθιστορηματικής πλοκής.
Αυτά που διαβάζει η ηρωίδα τη βοηθούν να κατανοήσει τα όσα της συμβαίνουν.
Ή μήπως -και εδώ είναι που οι λάτρεις της λογοτεχνίας χειροκροτούν το συγγραφικό εύρημα- αυτά που διαβάζει είναι και εκείνα που θα καθορίσουν τα όσα θα ζήσει;
Με άλλα λόγια μια αμφίδρομη σχέση ζωής και τέχνης μας παρουσιάζει η Ελένη Γκίκα.
Το έχει κάνει κατά κάποιο τρόπο και σε προηγούμενα έργα της. Μόνο που τώρα αυτή τη συγγραφική της (ίσως και υπαρξιακή της) θέση της υλοποιεί με μαεστρία βιρτουόζου και λεπτομέρεια χειρούργου.
Οι επιλογές των έργων που πάνω τους θα στηριχτεί η ερμηνεία των πράξεων της ηρωίδας ή η εξέληξη των γεγονότων που θα ζήσει (όπως θέλει κανείς ας το δει) δεν ακολουθούν κάποιο κανόνα -δεν είναι όλα τους έργα σύγχρονα, μήτε όλα κλασικά, μήτε όλα ελλήνων συγγραφέων. Κυρίως δεν έιναι όλα της ίδιας λογοτεχνικής αξίας. Αλλά ακριβώς έτσι έπρεπε να ήταν. Γιατί ο μεγάλος λάτρης της λογοτεχνίας, αυτός που την κάνει στάση και τρόπο ζωής, δεν καθορίζει τις επιλογές του σύμφωνα με ψυχρά κριτικά κριτήρια, αλλά με γνώμονα τις εκάστοτε διαθέσεις του, τις ψυχολογικές του καταστάσεις, τα προσωπικά του βιώματα.
Έργο ασυνήθιστο, χαμηλών τόνων και έντονων σιωπών.


Η Ελένη Γκίκα είναι πεζογράφος, ποιήτρια και δημοσιογράφος.
Τη λογοτεχνική γραφή της τη χαρακτηρίζει μια ιδιαίτερα αισθαντική χρήση των λέξεων, ενώ τα συναισθήματα των ηρώων της συχνά αγγίζουν τα όρια του υποσεινήδητου. Παράλληλα με τη λογοτεχνία εξασκεί και την κριτική, έχοντας την ευθύνη του ειδικού ένθετου της εφημερίδας 'Εθνος".
Με την ιδιότητα της υπεύθυνης της λογοτεχνικής σειράς των Εκδόσεων Άγκυρα, έχει δόσει τη δυνατότητα σε πολλούς νέους έλληνες συγγραφείς να δουν δημοσιευμένο το έργο τους.


Υγ. Το μεσημέρι Σαββάτου πίναμε ρακή όταν μου το είπε. Δεν το είχα πάρει είδηση. Τον Μάνο Κοντολέων (ναι, άκλητος!) θα τον θεωρούσα μέγιστο συγγραφέα και μόνο με την "Ιστορία Ευνούχου", ήταν διαβρωτική καθώς καταλαβαίνετε η παρατήρηση. Ζωή ζώσα και χάρτινη, ένα! Δεν έχω λόγια να τον ευχαριστήσω' πρωτίστως για το ξάφνιασμα. Το ίδιο ακριβώς συζητήσαμε με την Βίκυ Σάββατο μούχρωμα στη Λίμνη Μαραθώνα. Για την ζωή που την αισθάνομαι με γράμματα. Φωνήεντα, σύμφωνα... Γι' αυτά τα σημαδάκια, μπορώ να αντέξω τα πάντα. Κι οι αναγνώσεις μου, ναι Μάνο, περιστατικά ζωής, ηδονικά, οδυνηρά... οι συγγραφείς, η ιδιότυπη οικογένειά μου! Το μόνο που δεν καλοξέρω είναι αν αυτό το επέλεξα, μου επιβλήθηκε ή έτσι γεννήθηκα... Αλλά σε τούτο το ερώτημα όποιος το απαντήσει, μάλλον, καίγεται!
Ευχαριστώ, Μάνο!

Τετάρτη 7 Οκτωβρίου 2009

Τρίτη 29 Σεπτεμβρίου 2009

Από το ΛΕΞΗΜΑ


Γεννήθηκε στο Κορωπί το 1959. Εργάζεται από το 1981 σαν δημοσιογράφος (τα τελευταία δέκα πέντε χρόνια υπεύθυνη βιβλίου στο "Έθνος της Κυριακής"). Έχει γράψει ποίηση, μυθιστόρημα, διήγημα. Έχει την επιμέλεια της ελληνικής πεζογραφικής σειράς στην "Άγκυρα".


ΔΙΚΟ ΜΑΣ ΕΙΝΑΙ ΜΟΝΟ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΕΧΟΥΜΕ ΧΑΣΕΙ…

Της Ελένης Γκίκα

Κάνει τις ίδιες κινήσεις χρόνια και χρόνια. Ειδικά τέτοια μέρα. Παίρνει τ' αμάξι της, οδηγώντας περίπου τριάντα χιλιόμετρα από βραδύς. Το φορτώνει μονάχα με τα απολύτως απαραίτητα: δυο ρουχαλάκια (ποιος, αυτή η κοκέτα, ακριβώς δυο), οπωσδήποτε το προσευχητάρι της, τον «Ρημαγμένο Απρίλη» που της είχε χαρίσει πριν την ρημάξει, ένα πακέτο τσιγάρα (το πακέτο του, Κάμελ άφιλτρα, η ίδια συνήθως δεν καπνίζει ποτέ), ένα δημοσιογραφικό μαγνητόφωνο με μια κασέτα μέσα (πάντα την ίδια, την έχει κάνει κόπιες πολλές), ένα φάκελο με φωτογραφίες και γράμματα, τα «Γράμματα γενεθλίων» του Χιουζ (αυτά τ' αγόρασε μόνη της διότι κάτι της είπαν), τον φορητό υπολογιστή της, το καντηλάκι, ένα λιβανιστήρι επισμαλτωμένο με ροζ χρώματα και ένα βάζο. Τα λουλούδια θα τα αγοράσει εκεί. Ζουμπούλια πάντοτε. Να την τρελαίνουν στο άρωμα.
Εκεί, βεβαίως, όπως πάντα, που δεν θα την περιμένει κανείς.
Της αρέσει να πάει από το πουθενά το δικό της στο κάπου, να μη βιάζεται, πάντοτε με τα βήματά της κουρασμένα, μετρημένα, σχεδόν κουρδισμένα σαν του Μουρακάμι κι αυτή «το κουρδιστό πουλί». Στο ίδιο σημείο, το άλεφ της, για να κουρδίσει για άλλη μια φορά - πάντοτε τέτοια μέρα του χρόνου- το ρολόι της ζωής. Της δικής της ζωής.
Της πήρε χρόνια η αποδοχή: «κανενός το πεπρωμένο δεν είναι καλύτερο από του άλλου» και «κάθε άνθρωπος οφείλει να το σεβαστεί».
Ετσι, λοιπόν, τώρα κι αυτή: με σεβαστικά βήματα, χρόνια και χρόνια. Πιστή, προσηλωμένη θα ‘λεγε «με ευλάβεια θρησκευτική» σ' αυτό το παράξενο, για πολλούς ίσως παράλογο, εμμονοληπτικό ραντεβού.

Φτάνει πάντοτε αργά το απόγευμα. Της αρέσει να βλέπει απ' το μπαλκόνι του δωματίου που της έχουν κρατήσει την Δύση. Τον ήλιο, να γίνεται πορφυρός και μεγάλος και να χάνεται σαν κι εκείνον, στη θάλασσα. Και πάντοτε απ' το δωμάτιο 19. Δεκαεννιά χρόνια έζησε μαζί του. «Στο νου σου», επιμένει η φίλη της η Χριστίνα. Όμως εκείνη σφίγγει σαν τον φιλάργυρο τα γράμματα, χαμογελά σαν την Σφίγγα, ξοδεύεται, σχεδόν εξαντλείται σωματικά, όσες φορές προσπαθεί να τους απαντά. Δέκα χρόνια έχουν περάσει, εξάλλου, οι περισσότεροι το ξέχασαν. Σαν την κλέφτρα θα φύγει για την Συνάντηση κι αυτή.
Η δική της «γιορτή» στα μεθεόρτια κρίνεται. Όταν οι άλλοι ξεστολίζουν, εκείνη στολίζεται. Για να την καμαρώσει, έστω, για μια στιγμή. Για κείνον δεν επιτρέπει να την χαλάσει ο χρόνος. Για να μπορεί όσο και να κυλά ο καιρός να αναγνωριστεί: ίδια μαλλιά, ίδιο άρωμα, παρόμοια ρούχα. Μονάχα η μέση της φάρδυνε κάπως με τον καιρό. Μια, δυο χαρακιές, άκρη στα μάτια. Ρυάκια που απόμειναν απ' τα δάκρυα.

Την περιμένει πάντοτε ο ιδιοκτήτης στη ρεσεψιόν. Τον χαιρετά με τα μάτια, σαν παλιό συγγενή. Ανοίγοντας το γνωστό δωμάτιο, θα θυμηθεί για λίγο τη Σμίλα του Χόε, που «διαβάζει το χιόνι», να δρασκελίζει την δική της γεμάτη παρελθόν ευτυχισμένη μοναξιά. Θα εγκατασταθεί σα νοικοκυρά που απουσιάζει περίπου χρόνο. Τα λιγοστά ρούχα στη ντουλάπα, παπούτσια, τσάντα στα ράφια, στο μικρό τραπεζάκι βιβλία, φωτογραφίες, μαγνητόφωνο και υπολογιστή.
Τα μεσάνυχτα περίπου θα βάλει την κασέτα να παίξει. Η φωνή του μπάσα, κοφτή και βραχνή θα γεμίσει τον χώρο. Υποσχέσεις αγάπης και μια πρόταση που δεν ευοδώθηκε. Η δική της σχεδόν κοριτσίστικη φωνή. Να του λέει «Ναι», το ακούει καθαρά. Την ξαναρωτά, του το ξαναλέει. Όπου φτάσουμε, της λέει. Εκείνη, δεν απαντά. Για το «παντού» και το «πάντα» διψά. Μουσική υπόκρουση ένα πιάνο που παίζει και μια φωνή που προσπαθεί να τραγουδήσει Μαρινέλα «Σύνορα η αγάπη δεν γνωρίζει». Η βραχνή φωνή του άντρα που επαναλαμβάνει μεθυσμένος, «σύνορα»… Η ανάσα του κουρασμένη, ασθματική. Οι γουλιές απ' το ποτό του, χορταστικές που τις απολαμβάνει. Η δική της μεθυσμένη «από έρωτα» φωνή…

Θα την ακούσει τρεις φορές, ούτε μία περισσότερο ή λιγότερο. Μετά, θ' αρχίσει να ξεφυλλίζει γράμματα και φωτογραφίες. Θα τα μυρίζει σαν γάτα. Θα τα χαιδεύει και θα τα γρατζουνά.
Τα κοιτάζει με έναν φακό, ιδίως εκείνου το πρόσωπο. Το απομακρύνει, μετά το βάζει όλο και πιο κοντά. Παντού μελαγχολικός, τόσο πολύ θλιμμένος, Θεέ μου, πώς δεν το είδε. Σχεδόν απών! Ναι, αν τολμούσε να το αποδεχτεί, ήδη απών. Ολοφάνερη προκαταβολικά η απουσία του στη φωτογραφία. Οι φωτογραφίες δεν μας κλέβουν απλώς τη ζωή, αλλά και το αύριο, την ιστορία. Γνωρίζουν ήδη το παρακάτω. Έχουν φτάσει ως το πιο πάνω ή το πιο κάτω σκαλί.
Σ' αυτούς άρεσε η κάθοδος. Και στους δυο. Ελεύθερη πτώση, λες, σε γκρεμό.

Μαζί του θα φτάσει στον πάτο, αγόγγυστα. Εξάλλου «η πορεία του χρόνου είναι μια αλυσίδα αιτίων και αποτελεσμάτων, οπότε το να ζητήσεις μια οποιαδήποτε χάρη, όσο μικρή κι αν είναι, είναι σαν να ζητάς να σπάσει ένας κρίκος αυτής της σιδερένιας αλυσίδας, σα να ζητάς να έχει ήδη σπάσει». Ποτέ δεν βγήκε από το νου της η «Προσευχή».
Έτσι και τώρα «δεν υπάρχουν άλλοι παράδεισοι από τους χαμένους παραδείσους» σα μάντρα επαναλαμβάνει ανάβοντας το καντήλι. Λιβάνι πάντοτε με άρωμα γαρίφαλο, γύρευε γιατί.
Θα στήσει δίχως κορνίζα την πιο καλή του φωτογραφία: όμορφος, Θεέ μου, κι άτρωτος σαν τους Θεούς, με ρούχα καθημερινά, γαλανά, γελαστά, ένας άγγελος.
Κάνει ακριβώς τρεις φορές κομποσκοίνι, επαναλαμβάνοντας - ποτέ «εις μνήμην»- πάντοτε «υπέρ υγείας» την ευχή. Σαν μνήσθητι. Άλλωστε αυτό ακριβώς είναι' το μνήσθητι μιας γυναίκας.
Μετά θα ξαπλώσει, θα σταυρώσει τα χέρια της και απολύτως γαληνεμένη θα αποκοιμηθεί.

Θα ‘ρθει να τηνε βρει οπωσδήποτε. Πάντοτε έρχεται. Ανοιγοκλείνει τα παράθυρα στο ιατρείο, βλέπει τα χέρια του να κινούνται στα φωτεινά, βαδίζουν μαζί στην έρημο της Πατησίων. Φορά μια πράσινη καμπαρτίνα φαρδιά, τον κρατά σφιχτά, αγκαζέ, με το χέρι στην τσέπη του.
Το πρωί θα ξυπνήσει χαράματα. Την περιμένουν, όπως κάθε χρόνο τέτοια μέρα στο μοναστήρι. Πρόσφορο, λίγο στάρι, τα έχει φέρει μαζί. Ο παπάς τον διαβάζει παντού στους ζώντες και τεθνεώτες, έχει επιμείνει τόσο, χρόνια αυτή.
Θα σταθεί στην γωνιά, να μοιράσει το στάρι. Την ευχή την θεωρεί περιττή: «Να ζήσετε να τον θυμόσαστε».
«Μόνο αυτός που έχει πεθάνει είναι δικός μας' δικό μας είναι μόνο αυτό που έχουμε χάσει».

Γρήγορα, σαν το νεράκι θα κυλήσει η μέρα. Σα ζωή. «Η ζωή είναι τόσο σύντομη κι εμείς ξέρουμε τόσο λίγα».
«Ποτέ δεν ξέρεις μ' αυτούς που αγαπάς: αμελείς να τους κοιτάξεις μια στιγμή, και την επόμενη στιγμή έχουν χαθεί ή έχουν σκοτεινιάσει. Ακόμα και τα δέντρα - εξάλλου- το σκάνε πού και πού, έχουν άστατες διαθέσεις».
Κατηφορίζοντας θα τον ξανασκεφτεί.
Τώρα πια ξέρει τι σημαίνει πάθος. Τι θα πει να μην βλέπεις κανέναν, ούτε τον Θεό, ούτε τον εαυτό σου, παρά μονάχα ένα πρόσωπο, αυτό του πεπρωμένου…

Αργά το βράδυ θα γυρίσει στην πόλη. Στο Κοιμητήριο δεν πηγαίνει ποτέ. Μονάχα σ' αυτή την πανσιόν, των ραντεβού τους, πάντοτε. Αν δεν θα τον βρει εκεί, δεν θα τον βρει πουθενά.
Τίποτε δεν θα ξεφορτώσει. Το μόνο που της χρειάζεται, ο υπολογιστής. Να ελέγξει τα μέιλ. Να γράψει το άρθρο. Αύριο, πρέπει να το στείλει στην εφημερίδα της, πρωί- πρωί.
Θα γδυθεί την εξαιρετική μέρα, θα ντυθεί την καθημερινή αξιοπρεπή μοναξιά και με μότο «ισχύει στην ανάγνωση ό,τι και στον έρωτα ή στον καλό καιρό: ούτε εσύ ούτε κανένας έχει λόγο. Διαβάζεις μ' αυτά που έχεις. Διαβάζεις αυτό που είσαι», θα καθίσει να γράψει. Το γνωστό της μικρό, βιβλιοφιλικό άρθρο:

ΠΟΙΟΣ ΑΠ' ΤΟΥΣ ΔΥΟ ΜΑΣ ΕΠΙΝΟΗΣΕ ΤΟΝ ΑΛΛΟ
«Δεν υπάρχει χειρότερος εφιάλτης απ' το να ‘σαι σ' ένα νησί που κατοικείται από τεχνητά φαντάσματα' και το να ‘σαι ερωτευμένος με μια απ' αυτές τις εικόνες, είναι χειρότερο απ' το να ‘σαι ερωτευμένος μ' ένα φάντασμα (ίσως, όμως, και να θέλαμε πάντα το άτομο που αγαπάμε, να ‘χει την υπόσταση φαντάσματος)».
Την «Εφεύρεση του Μορέλ» του Κασάρες, την πήρα είδηση φέτος από την επανέκδοση του Πατάκη.
Την παντοδυναμία όμως, της εικόνας την βίωσα, όλοι μας την βιώνουμε διότι «αν δεν το δείξει η τηλεόραση», τίποτα δεν υπάρχει.
Και την εικονική πραγματικότητα του έρωτα, την βίωσα. Και ποιος δεν την βιώνει. Το θέμα είναι ποιος από μας καταδέχεται να την αντιληφθεί.
Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα… στράτα, στρατούλα γιατί πονά η διαπίστωση «κι αυτό το ένα δεν υπάρχει» (Καζαντζάκης στην «Ασκητική»).
Ο Κασάρες επινόησε τον Μορέλ που επινόησε αυτό τον απίθανο εικονικό κόσμο το 1940. Το βιβλίο χαρακτηρίστηκε «συναρπαστικό θρίλερ» και «χρησμός», Προφητεύοντας «με δραματική διορατικότητα την παντοδυναμία της εικόνας» έκανε γοητευτική μυθιστορία μια προαιώνια γνώση ή απειλή: το ότι μπορεί να είμαστε «όνειρο μέσα σε όνειρο» (Σέξπιρ) ή επί πιο προσωπικού «το όνειρο Κάποιου» (Μπόρχες).
Στην αριστουργηματική ιστορία, λοιπόν, ένας κατάδικος δραπέτης (ποτέ δεν μαθαίνουμε γιατί καταδικάστηκε) καταφεύγει σε ένα νησί όπου οι πάντες φοβούνται να πλησιάσουν: πέφτουν νύχια, δέρμα, μαλλιά… Αλλ' η ζωή του είναι τόσο αφόρητη, που αποφασίζει να πάει.
Εκεί θα γνωρίσει «μία γυναίκα εκπληκτική». Κάθεται κάθε απόγευμα και κοιτάζει το ηλιοβασίλεμα στα βράχια. Φοράει στο κεφάλι μια παρδαλή μαντίλα και έχει τα χέρια της πλεγμένα γύρω από το ένα γόνατο. Από τα μάτια της, τα μαύρα της μαλλιά, το μπούστο της, μοιάζει με κάτι τσιγγάνες ή Σπανιόλες… Την λένε Φοστίν. Και είναι μόνον… εικόνα. Αυτή η γυναίκα ουσιαστικά δεν υπάρχει. Μπορεί και να πέθανε, δηλαδή. Να ζει μονάχα επειδή έκανε αυτή την εφεύρεση ο Μορέλ: μετέτρεψε τη ζωή τη ζώσα σε εικόνα ανεξίτηλη στο διηνεκές.
Ο ερωτευμένος άντρας, βεβαίως, με κάθε τίμημα θα την διεκδικήσει. Κάνοντας εικόνα και την δική του ζωή. Για να ‘ναι μαζί της «σε μια οπτασία που κανείς δε θα συλλέξει». Διότι και η ψευδαίσθηση του έρωτα δεν είναι παρά μια πράξη- τελικά- ευσπλαχνική. Επειδή μπορεί «αυτό το ένα να μην υπάρχει», αλλά είναι απαραίτητο για την δική μας ζωή. Από το τίποτα πιάνεται καμιά φορά ο άνθρωπος!

Θα το στείλει με μέιλ το επόμενο πρωί. Σα να μην έχει συμβεί απολύτως τίποτα. Πολύ Κυριακή για έναν άνθρωπο. Κορίτσι η σκέψη και την ταξίδεψε πάλι. Αλλ' όπως λέει ο Καμύ «δεν υπάρχει μοίρα που να μη νικιέται με την περιφρόνηση»… Όλα θα τα νικήσει, αυτή…. Στον εαυτό της το έχει υποσχεθεί.

Από το ΕΘΝΟΣ.gr

Nέο βιβλίο από την Ελένη Γκίκα

H Eλένη Γκίκα είναι «πολύ». Πολυγραφότατη, πολυδιάστατη, πολυδιαβασμένη, πολύχρωμη. Tο ίδιο είναι και τα βιβλία της. H άφιξη του νέου βιβλίου της «Πλήθος είμαι» από τις Eκδόσεις Aγκυρα ήταν η αφορμή «να τα πούμε» ξανά.

Γιατί γράφεις; Ποια ανάγκη σε ωθεί;

Aν δεν τα γράψω, δεν τα καταλαβαίνω όσα ζω. Aσε που όσα χρόνια θυμάμαι τον εαυτό μου, πάντοτε με κυνηγούσε μια ιστορία. Mια ιστορία με τραβάει απ' το μανίκι. Eάν δεν την ακολουθήσω αισθάνομαι ότι δεν ζω, απροστάτευτη, και τόσο ευάλωτη!

Πότε γράφεις; H συγγραφή απαιτεί αφοσίωση. Eσύ μοιράζεσαι σε πολλά.

Kαθόλου δεν αισθάνομαι ότι μοιράζομαι! Διαβάζω και γράφω για τα βιβλία που αγαπώ και από δίψα ανάγνωσης ακριβώς γράφω και ιστορίες. Tο ένα τροφοδοτεί και συμπληρώνει το άλλο, τα δύο μαζί, η απόλυτη ευτυχία, η δική μου Eδέμ.

Aναρωτιέσαι στο βιβλίο «είσαι τελικά όλοι, κανείς ή ο άλλος;».

Eίμαι όλοι, επειδή με μόχθο πολύ τολμώ να πω πως πια είμαι... εγώ.

Kαλύτερα αγάπη ή πάθος;

Πάθος που οδηγεί στην αγάπη! Nεότερη θα σου έλεγα Πάθος! Mεγαλώνοντας ανακάλυψα ότι η αγάπη είναι κάτι τόσο αποκαλυπτικό! Tο Φως είναι στο σκότος του εγωισμού μας, η ταπείνωση που μας οδηγεί στην υπέρβαση και σε ό,τι μεγάλο. Aλλά μονάχα με πάθος, δυστυχώς ή ευτυχώς, έχω μάθει να διαβάζω, να γράφω, να ερωτεύομαι, να ζω.

Kαλύτερα πραγματικότητα ή φαντασία;

Δεν τα ξεχωρίζω. H μισή ζωή μας είναι όνειρο, σκέψεις... H δική μου είναι ιστορίες, αυτές που διαβάζω, εκείνες που γράφω!

Nομίζω ότι πίσω από την αναφορά σου σε άλλους συγγραφείς στα βιβλία σου υπάρχει ένα σκοτεινό σχέδιο; Nα μας «υποχρεώσεις» να διαβάσουμε περισσότερο;

Πάνω απ' όλα η φωτεινή ανάγκη μου να μοιράζομαι ό,τι μαθαίνω και ό,τι αγαπώ! Θεωρώ κάποιους συγγραφείς σχεδόν συγγενείς μου! Πώς γίνεται λοιπόν να μη σας μιλήσω γι' αυτούς!


Κάντε μια βουτιά στο blog της Ελένης Γκίκα: alefmoha.blogspot.com

Σάββατο 19 Σεπτεμβρίου 2009

Βιβλιοκριτική Μπάμπη Δερμιτζάκη

18/9/2009

Το φλερτ του... τροχονόμου

Friday, September 18, 2009

Ελένη Γκίκα, Αν μ’ αγαπάς μη μ’ αγαπάς, Άγκυρα 2006

Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα (από τον Μπάμπη Δερμιτζάκη)


Μια ερωτική ιστορία την οποία η αφηγήτρια αφηγείται άλλοτε σπαρακτικά και άλλοτε με μια δοκιμιακή διαύγεια.

«Αν μ’ αγαπάς μη μ’ αγαπάς», αυτό τον οξύμωρο τίτλο διάλεξε για το όγδοο μυθιστόρημά της, το πρώτο μιας τριλογίας, η Ελένη Γκίκα, η γνωστή δημοσιογράφος, πεζογράφος και ποιήτρια.
Αν η ιδιότητά της ως δημοσιογράφος δεν εμφανίζεται σ’ αυτό της το έργο, δεν συμβαίνει το ίδιο και με την ιδιότητά της ως ποιήτρια: Το έργο είναι γεμάτο στίχους.
Και όχι μόνο. Η γραφή της είναι ολότελα ποιητική. Αν η Ρέα Γαλανάκη έκανε τη στροφή με το «Βίος και Πολιτεία του Ισμαήλ Φερίκ Πασά» με μια μεταβατική, ποιητική πρόζα, προς την πεζογραφία, η Ελένη Γκίκα φαίνεται πως δεν σκοπεύει να παρατήσει την ποίηση. Δημοσιεύει περίπου εναλλάξ ποίηση και πρόζα.
Η παραδοσιακή λογοτεχνική θεωρία χωρίζει τον αφηγητή σε δύο είδη: τον πρωτοπρόσωπο και τον τριτοπρόσωπο. Διαβάζοντας το βιβλίο της Γκίκα μου ήλθε στο μυαλό μια άλλη τυπολογία: Ο αφηγητής που εξαφανίζεται πίσω από την αφήγησή του, και ο αφηγητής που βρίσκεται συνεχώς σε πρώτο πλάνο. Στην πρώτη περίπτωση για παράδειγμα ανήκει η Έρη Ρίτσου, της οποίας διαβάσαμε πρόσφατα το δεύτερο πεζογράφημα. Ο αφηγητής υποχωρεί στο βάθος αφήνοντας τους ήρωες να μιλήσουν, σε ένα μυθιστόρημα όπου κυριαρχεί ο διάλογος.
Και αυτό δεν έχει να κάνει με την τριτοπρόσωπη αφήγησή της. Στην τριτοπρόσωπη αφήγηση του Ανδρέα Μήτσου, για να θυμηθούμε το τελευταίο του μυθιστόρημα «Ο σκύλος της Μαρί», ο αφηγητής βρίσκεται συνεχώς σε πρώτο πλάνο, σχολιάζοντας και αναλύοντας τα πρόσωπα και τις πράξεις τους.
Στην πρωτοπρόσωπη αφήγηση βέβαια ο αφηγητής δεν κρύβεται στο παρασκήνιο, ιδιαίτερα όταν είναι αυτοδιηγητικός και όχι μάρτυρας. Όμως και πάλι υπάρχουν διαβαθμίσεις πόσο κοντά βρίσκεται στο μπροστινό μέρος της σκηνής ή πόσο στο βάθος της.
Η Ελένη Γκίκα είναι από τους πρωτοπρόσωπους αφηγητές που βρίσκεται στην άκρη άκρη της σκηνής. Σε μια σκηνή όπου η πλατεία είναι άδεια από θεατές. Αυτός που λέμε «αποδέκτης της αφήγησης» είναι σχεδόν ανύπαρκτος. Αν υπάρχει κάποιος αποδέκτης, αυτός μάλλον είναι ένας ψυχαναλυτής, οπότε πρέπει να αλλάξουμε τη μεταφορά, η Γκίκα δεν βρίσκεται πάνω στη σκηνή αλλά σε ένα ψυχαναλυτικό ντιβάνι, όπου, κατά το πρότυπο της ψυχανάλυσης, μιλάει με ελεύθερους συνειρμούς. Ή μάλλον όχι η ίδια, αλλά η αφηγήτριά της, μια και η σύγχρονη λογοτεχνική θεωρία ξεχωρίζει τον συγγραφέα από τον αφηγητή, ανεξάρτητα αν ο αφηγητής, άλλοτε λιγότερο άλλοτε περισσότερο, δεν είναι παρά μια περσόνα του συγγραφέα.
Ίσως και αυτή η μεταφορά να είναι ανεπαρκής. Ακόμη και με τους ελεύθερους συνειρμούς του ο ψυχαναλυόμενος προσπαθεί να πει κάτι στον ψυχαναλυτή. Εδώ βρισκόμαστε περισσότερο στην περίπτωση του εσωτερικού μονόλογου. Η αφηγήτρια μοιάζει να αναπολεί μια ιστορία και όχι να την αφηγείται. Και στην αναπόληση μιας ιστορίας ο ελεύθερος συνειρμός παίζει κυρίαρχο λόγο. Η αφήγηση δεν είναι μια ευθεία, αλλά ένα συνεχές ζιγκ ζαγκ, ή μάλλον είναι σαν τις γραμμές σε ένα καρδιογράφημα, που πηγαίνουν πάνω και κάτω από μια ευθεία.
Έτσι και η αφηγήτρια της Γκίκα. Το ερμητικά πυκνό και αφαιρετικό, συχνά κρυπτικό, στην αφήγησή της, ερμηνεύεται σαν μια καθόλου επιμελής προσπάθεια καταγραφής της αναπόλησης μιας ερωτικής περιπέτειας, στην οποία ο συνειρμός κυριαρχεί.
Ο συνειρμικός αυτός χαρακτήρας της αφήγησης αιτιολογεί και τον διακειμενικό της χαρακτήρα: Δεν θυμάμαι να έχω συναντήσει σε τέτοια συχνότητα σε αφήγηση αναφορές και παραπομπές σε συγγραφείς, ηθοποιούς, ζωγράφους, μουσικούς, βιβλία ταινίες κλπ. Κάποιους τους ξέρουμε. Ποιος μπορεί όμως να ξέρει τον Τεντ Χιουζ αν δεν ξέρει τη βιογραφία της Σίλβια Πλαθ;
Σε ένα μεταμοντέρνο παζλ ονομάτων υπάρχουν και αυθεντικά αποσπάσματα από βιβλία, Φρόιντ, κλπ. Η Γκίκα σπάνια μπαίνει στον κόπο να μας τα ταυτοποιήσει. Τα βάζει όμως σε πλαγιαστά, για να δείξει ότι δεν είναι δικά της. Έτσι αίρεται κατά τόπους και η εντύπωση της αμεσότητα της ροής της συνείδησης της αφηγήτριας.
Ο συνειρμικός χαρακτήρας της αφήγησης ερμηνεύει και την αδιαφορία για την ταυτοποίηση των γεγονότων χωροχρονικά. Μόνο το πριν και το μετά ξεχωρίζουν. Επίσης και ο χώρος της κύριας ιστορίας, που είναι η Ρόδος. Ποιος όμως είναι ο χώρος των αναδρομών, η κοινή γενέθλια πόλη της αφηγήτριας και του φίλου της, με τον οποίο περνάει ένα ευτυχισμένο εικοσαήμερο; Δεν μας το λέει.
Πότε συνέβησαν λοιπόν τα γεγονότα που μας αφηγείται η Ελένη Γκίκα; Δεν θα μας το πει. Όμως το καλό το παλικάρι ξέρει κι άλλο μονοπάτι.
Γράφει κάπου προς το τέλος: «Το βράδυ πήγαμε σε ένα συνοικιακό, θερινό σινεμά και είδαμε τη ‘Φρίντα’».
Το ότι η ιστορία λαμβάνει χώρα καλοκαίρι το ξέρουμε ήδη. Όμως πότε;
Πηγαίνουμε στο google και ψάχνουμε για τη «Φρίντα». Περιμένετε.
Το βρήκαμε. Σκηνοθέτης η Julie Taymor, και πρωταγωνιστές η Σάλμα Χάγιεκ, ο Άλφρεντ Μολίνα και ο Αντόνιο Μπαντέρας. Γυρίστηκε το 2002. Το 2002 είναι λοιπόν το terminus post quem, και το terminus ante quem φτάνει μέχρι τη συγγραφή του έργου, υποθέτουμε λίγο πριν την έκδοσή του. Τα θερινά σινεμαδάκια παίζουν και παλιές ταινίες.
Μόνο στις ερωτικές ιστορίες των Άρλεκιν υπάρχει happy end. Στα σοβαρά μυθιστορήματα το τέλος είναι συνήθως unhappy. Έτσι και εδώ, η ηρωίδα δεν άντεξε τον αλκοολικό ήρωά της και τον εγκατέλειψε. Με πόσο κομψό τρόπο, είναι αλήθεια! «Αν μ’ αγαπάς μη μ’ αγαπάς» του γράφει. Στο λιγότερο ποιητικό: «Θα ’ταν καλύτερα για σένα να με ξεχάσεις».
Και η ηρωίδα;
Αν ο ήρωας κουβαλάει το φορτίο της αυτοκτονίας του πατέρα του, αυτή κουβαλάει το θάνατο της μάνας της πάνω στη γέννα και επίσης το θάνατο του πατέρα της.
Η ηρωίδα γράφει κάμποσες φορές ότι θέλει να την αγαπάνε. «…όλο εκείνο το ‘φλερτ’ με τη μάνα και τον πατέρα μας, τον δάσκαλο και τον φροντιστή μας, τον ‘φίλο’ μας και τη φίλη μας, τη συμμαθήτριά μας, τον συνάδελφο και τον… τροχονόμο στη γωνία, δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα παιδικά άρρωστο ‘αγάπα με’ που μονάχα σαν βυθιστούμε μες στη σιωπή και τη μοναξιά θα μπορέσει, ενδεχομένως, κάποτε, και να γιατρευτεί» (σελ. 31). Θυμήθηκα ένα βιβλίο που μετάφρασα, το «Ψυχολογία και ψυχική υγεία» του Τζέημς Χάντφηλντ. Δεν ήξερα πώς να μεταφράσω τη λέξη ingratiating. Πρόκειται για τον τύπο ανθρώπου, ή μάλλον ασθενούς, που θέλει να κάνει πράγματα που να ευχαριστούν τους άλλους, γιατί έχει μεγάλη ανάγκη να τον αγαπάνε. Η απόρριψη τον συντρίβει. Πρόκειται συνήθως για παραχαϊδεμένα παιδιά, όπως είναι τα μοναχοπαίδια. Μοναχοπαίδι και εγώ, είμαι πάντα πρόθυμος να γράψω βιβλιοκριτική για κάθε βιβλίο που μου δίδουν.
Μπορεί ένα βιβλίο να είναι αυτοβιογραφικό; Σε μικρό ή μεγάλο βαθμό, ναι. Ακόμα και η βιβλιοκριτική. Δεν φαντάζεστε πόσο μου άρεσε το 12ο κεφάλαιο, που αναφέρεται στο Μαρόκο. Ακόμη και για το πώς φτιάχνεται το κουσκούς γράφει.
Η θεωρία της αφήγησης μας λέγει ότι υπάρχουν οι εξής σχέσεις ανάμεσα στο χρόνο της ιστορίας και στο χρόνο της αφήγησης, το χρόνος δηλαδή που χρειάστηκε να συμβεί ένα γεγονός ή που θα χρειαζόταν να συμβεί αν ήταν πραγματικό, και το χρόνο που χρειάζεται για να το αφηγηθούμε ή για να διαβάσουμε τις σελίδες που το αφηγείται κάποιος. Η κλασική περίπτωση είναι η περίπτωση της περίληψης, όπου ο χρόνος της ιστορίας είναι μεγαλύτερος από το χρόνο της αφήγησης. Στους διαλόγους έχουμε περίπου ισοχρονία. Η τελευταία περίπτωση κατά την οποία ο χρόνος της αφήγησης είναι μεγαλύτερος από το χρόνο της ιστορίας είναι σπανιότατη. Στους δασκάλους που δίδασκα στο πρόγραμμα της εξομοίωσης ανέφερα φανταστικό παράδειγμα. Σ’ αυτό το βιβλίο της Γκίκα βρήκα επί τέλους ένα παράδειγμα που θα το χρησιμοποιώ στη διδασκαλία.
«Λοιπόν, τι σκέφτεσαι, θα μου το πεις τελικά τ’ όνομά σου; Ή τώρα το σκέφτεσαι;» (σελ. 43).
«Λοιπόν;», ξαναρωτά μετά από τρεις σελίδες.
«Σαβίνα. Με λένε Σαβίνα».
Οι σκέψεις της αφηγήτριας δεν μπορεί να κράτησαν τόσο χρόνο όσο θέλουν να διαβαστούν αυτές οι τρεις σελίδες, σκέψεις που αναφερόταν στο πως πήρε αυτό το όνομα, για τον παππού της, τη μαμά της κλπ. Είναι ένας κλασικός τρόπος για να κρατήσει ο συγγραφέας τον αναγνώστη σε αγωνία, ή ένα πρόσχημα για αναδρομές στο παρελθόν που φωτίζουν την προσωπικότητα του ήρωα ή κάποια γεγονότα.
«Κι ο Μπάμπης; Τι σόι ιστορία ένας Μπάμπης μπορεί να γράψει;» (σελ. 56).
Διαβάζοντας αυτή τη βιβλιοκριτική ξέρετε τι σόι βιβλιοκριτική μπορεί να γράψει ένας Μπάμπης. Τουλάχιστον ο Μπάμπης Δερμιτζάκης.
Posted by Babis Dermitzakis at

ΥΓ. Το ανέβασε κάποια στιγμή ο Μπάμπης Δερμιτζάκης (σύντροφός μου στα σοκολατάκια και όχι μόνο που κάτι του χρωστώ, δεν ξέχασα Μπάμπη) στο Λέξημα, το ανέβασε και στο μπλογκ του. Μπάμπη, κοίτα τα δεις σύμπτωση, σήμερα το πρωί σκεφτόμουν ότι αυτό το βιβλίο, ναι-σιγά-δεν-πολυείναι-καλό! Αχ Μπάμπη, ούτε στην κεφάλα μου να ήσουν! Διαβάζοντάς σε με έκανες να το... ψιλοαγαπήσω. Μπάμπη, σ' ευχαριστώ (και δεν ξεχνώ!) (αλλά με μπέρδεψες την Κυριακή με το προφιτερόλ!)

Τρίτη 8 Σεπτεμβρίου 2009

Βόλτες στο Πήλιο

Συνέντευξη στο "Αίθριον" του Πανδοχείου

7/9/2009

Τρελαίνομαι για τη σιωπή. Και για τις ιστορίες που καταφθάνουν σαν έρωτας, κεραυνοβόλα, και κατακέφαλα με κτυπούν.

Στο αίθριο του Πανδοχείου. Ελένη Γκίκα

Αγαπημένοι σας διαχρονικοί και σύγχρονοι συγγραφείς.

Κάφκα, αυτά τα “Γράμματα στον πατέρα” σε ηλικία... δώδεκα χρονών που δεν θα ξεχάσω ποτέ (ενδεχομένως επειδή ήθελα να τα στείλω ή να γράψω κι εγώ στη μαμά μου), Ντοστογιέφσκι, στον οποίο γυρνώ και ξαναγυρνώ (ο πρίγκιπας Μίσκιν που με σημάδεψε, ο μισάνθρωπος αυτός που ώρες – ώρες κάτι μου θυμίζει από το “Υπόγειο”, οι “Λευκές νύχτες” του αλλά και όλα όλα, ο Μπόρχες, Ευαγγέλιο και ξόρκι για κάθε κακό, η Πλάθ, ο Χιουζ με αυτά τα συγκλονιστικά “Γράμματα γενεθλίων”, η Ντίκινσον, ο Καρυωτάκης, ο Μαγιακόφσκι και το “σύννεφό” του, η Γιουρσενάρ, η Μπλίξεν, η Βιρτζίνια Γουλφ δίχως αμφιβολία, τα Πατερικά Κείμενα, είναι στο κομοδίνο μου, στην καρδιά μου, πάντα μα πάντα σε πρώτη ζήτηση, εδώ, εκεί.

Αγαπημένα σας διαχρονικά και σύγχρονα βιβλία.

Τα Διηγήματα και τα Ποιήματα του Μπόρχες, η “Άβυσσος” της Γιουρσενάρ, “Ο Ηλίθιος” του Ντοστογιέφσκι, “Η Άννα Καρένινα” του Τολστόι,“Ο γυάλινος Κώδων” της Σύλβια Πλαθ, “Το σύννεφο με τα παντελόνια” του Μαγιακόφσκι, “Το σπάσιμο” του Φιτζέραλντ, “Η Αλίκη στην χώρα των θαυμάτων” του Λιούις Κάρρολ σ' όλες τις εκδοχές, ο Άντερσεν ακόμα και τώρα με τα σκοτεινά παραμύθια του...

Αγαπημένα σας διηγήματα.

Τα απίστευτα του Πωλ Μπόουλς, ειδικά όσα βρίσκονται στον “Σκορπιό” (εκδόσεις “Απόπειρα”), όλα τα διηγήματα του Μπόρχες (το... “άλεφ” εννοείται!), τα διηγήματα της Κάρεν Μπλίξεν “Ανέκδοτα του πεπρωμένου”, “Οι επτά γοτθικές ιστορίες” και “Οι ιστορίες του χειμώνα”, τα διηγήματα της Κάθριν Μάνσφηλντ “Το γκάρντεν πάρτι”...

Σας έχει γοητεύσει κάποιος σύγχρονος νέος έλληνας λογοτέχνης;

Η Μαρία Μήτσορα από τα πρώτα της κιόλας! “Αννα, να ένα άλλο”, το έχω διπλό, “Σκόρπια δύναμη”, “Η περίληψη του κόσμου” και “Ο ήλιος δύω”, πήγαινα στο Αντί, δεκαεννιάχρονη, έμενε απέναντι. Η γάτα της ήταν ερωτευμένη με τον γάτο μας τον... Ερρίκο! Ναι, αυτό που κάνει η Μαρία, μ' αρέσει πολύ! Και ο Καλλιφατίδης. Μ' αρέσει ο ερωτισμός για τη γλώσσα, ο τρόπος που όλα είναι παρτίδα σκακιού, αυτός ο αισθησιασμός που υποδόριος στο κείμενο, σε κάνει να τον λατρεύεις.

Αγαπημένος ή/και ζηλευτός λογοτεχνικός χαρακτήρας;

Ο Μίσκιν, για να του μοιάσω, η Άννα Καρένινα που μου έχει κάνει ζημιά! Όποτε ερωτευόμουν, γύρευα... τρένο! Ο Χίθκλιφ, αλλά πού να τον βρεις! Ο “υπέροχος Γκάτσμπι”, μήπως τον είδε κανείς???

Σας ακολούθησε ποτέ κανένας από τους ήρωες των βιβλίων σας; Μαθαίνετε τα νέα τους;

Διαρκώς! Μαζί τους ζω κι όταν ακόμα χωρίσουμε! Αλλά εκείνοι που δεν είχαν, τελικά, ξεκολλημό, ήταν και οι πλέον.... κρυπτόμενοι: ο Άγγελος από το “Αν μ' αγαπάς, μη μ' αγαπάς” που με παρέσυρε, τελικά, στον “Υγρό χρόνο” του και η Σαβίνα, επίσης, από το ίδιο, που σαν κούκλα ήρθε και ράγισε στο “Πλήθος είμαι”. Καθόλου τυχαίο αυτό! Ο πρώτος, μέσ' στον σαγηνευτικό του αλκοολισμό, άφησε μόνον λίγα χειρόγραφα, σελίδες ημερολογιακές. Εκείνη, ό,τι είχε να πει, το έλεγε μέσα από κείμενα άλλων, πού να την βρεις!

Έχετε γράψει σε τόπους εκτός του γραφείου σας/σπιτιού σας;

Παντού, αλλά παντού, όμως! Και ειδικά σε δωμάτια ξενοδοχείων! Τα λατρεύω αυτά! Αν είχα χρήματα, δεν θα είχα σπίτι. Σε ξενοδοχείο θα έμενα, πάντα. Για πάντα. Αλλά όσο περνά ο καιρός, κυριολεκτικά παντού! Περπατάμε μαζί, ούτε καν παράλληλα. Εγώ και η ιστορία. Η μάλλον η ιστορία και ξοπίσω, ασθμαίνοντας, εγώ. Και οι ήρωες, όλοι, χεράκι- χεράκι με μένα. Τους έχω ανάγκη και το ξέρουν αυτοί. Γι' αυτό και όσο περνά ο καιρός, με καταδέχονται παντού.

Ποιος είναι ο προσφιλέστερός σας τρόπος συγγραφής; Πώς και πού παγιδεύετε τις ιδέες σας;

Ο... ερωτικός! Να με χτυπήσει η ιστορία, κατακούτελα! Κι ο τίτλος! Κι ο ήρωας! Ε και μετά να την ξεθάβω έκθαμβη σιγά – σιγά! Να μου λύνει απορίες, να με γεμίζει απορίες, να μου εξηγεί τη ζωή. Αλλά και το αθέατο. Του κόσμου και το δικό μου.

Επιλέγετε συγκεκριμένη μουσική κατά την γραφή ή την ανάγνωση; Γενικότερες μουσικές προτιμήσεις;

Τρελαίνομαι για τη... σιωπή! Με μαγεύει η τζαζ, η όπερα και η σιωπή. Όταν γράφω, ακολουθώ την μουσική της ιστορίας. Δεν μου αρέσει καθόλου να μπερδεύω τις μουσικές. Ούτε και να υπαγορεύω εγώ στους ήρωες το ρυθμό, μ' αρέσει ν' ακολουθώ τα βήματά τους. Χορεύω στο δικό τους... χορό. Φτάνει να πετύχει όλη αυτή η... τελετουργία και να συντονιστώ. Η πρώτη σελίδα είναι το δύσκολο. Μετά ακολουθώ την ουρίτσα. Την κρατώ πια κι αυτό μου είναι αρκετό.

Μια μικρή παρουσίαση/εισαγωγή στο κάθε σας βιβλίο χωριστά [ή για όσα κρίνετε]. Είτε σε μορφή επιγραμματικής παρουσίασης, είτε γράφοντας για το πότε, πώς, υπό ποιες συνθήκες και ποιους πόθους συνεγράφησαν. Τυγχάνει κάποιο περισσότερο αγαπημένο των άλλων;

Τα πρώτα που κυκλοφόρησαν ήταν ποίηση. Ένα παιχνίδι με πρόσχημα ή όχημα τα γράμματα, παιχνίδι ζωής και θανάτου, τελικά. Μ για το μέλι, τη μαμά και το μαχαίρι (παιδική ηλικία, “Μέλι, μελό, μέλισσα, μάλιστα), Ε για τον Έρωτα και την δική του αλλόκοτη Ερημιά (εφηβεία, “Έως, εαρινός, έρημος, έρχομαι”), Σ για την σάρκα που μας σταυρώνει, τελικά (ηλικία της ωριμότητας, “Σώμα, σταυρός, σάρκα, σταυρώθηκα”), Θ για το... φινάλε που είναι θάνατος αλλά και θαύμα και Θεός (γήρας να το πω? “Θόλωσα, θύελλα, θάμβος, θυμήθηκα”) και Άλφα διότι όλα εν τέλει ξαναρχίζουν (Άβυσσος, άλγος, άλμα, αρχίζω”). Το φθινόπωρο θα κυκλοφορήσει η ποιητική συλλογή “Το γράμμα που λείπει”. Τώρα στα πεζά...Επιθυμία, Ενοχή, οι βασικές εμμονές. Και η επανάληψη ως μοτίβο πεπερασμένου σύμπαντος και ζωής, κατά το θεώρημα του Πουανκαρέ. Τα ίδια λάθη, λες από μνήμη κυττάρου. Στο “Αναζητώντας τη Μαρία” μια κόρη βάδιζε ακριβώς στ' αχνάρια της μητέρας, κάνοντας τα όλα ακριβώς αλλιώς! Στο “Να τα μετράω ή να μην τα μετράω τα χρόνια;” ένας άνδρας “σκυφτός” από αρχαίο τρόμο, έχασε τη Μεγάλη Συνάντηση και τη Μεγάλη Στιγμή. Στο “Μετεβλήθη εντός μου ο ρυθμός του κόσμου” η Μαρίνα της Βορινής κουζίνας “συνομιλούσε” με μιαν άλλη Μαρίνα που είχε ζήσει 150 χρόνια σε μια άλλη κουζίνα, αψηφώντας εκείνο που όλο το σώμα της επιζητεί. Στο “Χαίρε παραμύθι μου” δυο εραστές βαδίζοντας στα βήματα του Μαγιακόφσκι και της Λίλια Μπρικ, χάνουν το πρόσωπό τους. Στο “Αίνιγμα του άλλου” τρεις σε μια ερωτική δίνη, βλέπουν το ίδιο αλλιώς, αναγνωρίζοντας πως ο μεγάλος άγνωστος δεν είναι ο άλλος, αλλά ο επικίνδυνος, άγνωστος Εαυτός. Στο “Αν μ' αγαπάς, μη μ' αγαπάς” οι δυο ήρωες “φεύγουν” μακριά από το παρελθόν τους και σκουντουφλούν πάνω του στην άκρη της γης. Στο “Αύριο να θυμηθώ να σε φιλήσω” οι δυο κόντρα ρόλοι της ίδιας γυναίκας. Στον “Υγρό Χρόνο” ένα ερωτικό γαιτανάκι γύρω από έναν νεκρό. Τον πιο ζωντανό, όλων! Στο “Πλήθος Είμαι” η ηρωίδα αυτής της άτυπης τετραλογίας (που ξεκινά από το “Αν μ' αγαπάς, μη μ' αγαπάς”) επιστρέφει. Στο πατρικό σπίτι που “ευνοεί” τον αλλόκοτο έρωτα και το Κακό. Η θεωρία της επαναληπτικότητας, στην απόλυτη πράξη. Στα παραμύθια, ένα που κυκλοφορεί (“Το κοριτσάκι που πίστευε στα θαύματα”) και τα άλλα που ακολουθούν (“Η Νεφέλη στο νησί του Παντός”) το θαύμα της τέχνης. Μια μικρή ηρωίδα που μπαινοβγαίνει στις ζωγραφιές, στις ιστορίες, στις καρτ- ποστάλ, στις μουσικές.

Θα μας συνοδεύσετε ως την θύρα του τελευταίου σας βιβλίου;

Το τελευταίο βιβλίο είναι το “Πλήθος Είμαι” που κυκλοφόρησε τον Ιούνιο. Και είναι εκείνο που ήδη σας είπα: το λάθος και το πάθος που μας ακολουθεί. Ένα σπίτι που, ως ζωντανός οργανισμός, αναπαράγει σχεδόν “την ίδια στιγμή”. Και μια γυναίκα η οποία για να ξεφύγει, μέσα απ' τα κείμενα, γίνεται άλλη. Γίνεται “άλεφ”, όλοι, οι άλλοι. Για να επιζήσει και να κατανοήσει, για να αγγίξει το ύψιστο, τελικά. Και για να λύσει την κατάρα ή τον γρίφο.

Τι διαβάζετε αυτό τον καιρό;

Το καινούργιο της Τόνι Μόρισσον, “Έλεος”. Συγκλονιστικός τίτλος. Και τελειώνω (το διαβάζω σιγά- σιγά, δεν θέλω να μου τελειώσει) τους “Maytrees” της Annie Dillard (Εκδ. “Ίνδικτος”), για την τεράστια Λου! Δεν έχω ξανασυναντήσει άνθρωπο που να μπορεί να αγαπά αιώνια με αυτόν τον τρόπο! Ε ναι, ήθελα να είμαι η... Λου. Κι ας με.... προδώσουν όσοι αγαπώ!

Τι γράφετε τώρα;

Ένα μυθιστόρημα, αλλά με εμποδίζει ένα... άλλο! Μπήκε με το “έτσι θέλω” στη δική μου ζωή και θα πρέπει οπωσδήποτε να το ακολουθήσω. Αλλά αν το πω, φοβάμαι ό,τι θα μου χαλάσει, είναι λιγάκι σαν το... μυστικό. Σκάβεις ένα λακκάκι στο χώμα, στο βουνό, ή χαράζεις το δέντρο, ε κι εκεί το λες. Για να εξακολουθεί να υπάρχει και να σε βρει. Αλλιώς...

Ασχολείστε επισταμένα με την κριτική λογοτεχνίας. Εργάζεστε με συγκεκριμένο τρόπο; Σας κλέβει συγγραφικό χρόνο ή εξαργυρώνεται με κάποιο τρόπο;

Διαβάζω σαν μανιακή, από μικρό παιδί. Διαβάζω όπως πίνω νερό, αναπνέω. Το πρώτο που κάνω όταν ανοίγω τα μάτια μου το πρωί. Και το τελευταίο, προτού τα κλείσω το βράδυ. Διαβάζω για μένα. Ε είχα και την σπάνια τύχη όλο αυτό να το έχω και... δουλειά, δηλαδή πως να το πω... θα πλήρωνα για εκείνο που με πληρώνουν να κάνω! Και εννοείται ότι όλη αυτή η αναγνωστική δίψα, συνήθως σε οδηγεί στη γραφή. Η ιστορία σου που την βλέπεις να σχηματίζεται ή την ξεθάβεις στο άσπρο χαρτί, έχει για σένα, τις πιο μεγάλες εκπλήξεις. Φιλοδοξείς, βεβαίως, εις μάτην μάλλον, να σου κρατά κι όλες τις απαντήσεις! Αλλά μπα, δεν... ίσως γι' αυτό και να γράφουμε και να ξαναγράφουμε. Αλλά και δεν μπορείς να ζήσεις διαφορετικά. Όχι, για μένα, ανάγνωση και γραφή, είναι ένα. Το ίδιο. Η ζωή μου. Η Εδέμ. Ελπίζω ο καλός Θεός να με στείλει, πεθαίνοντας, σε... αναγνωστήριο.

Οι εμπειρίες σας από το ιστολογείν;

Ξανάγινα... παιδί! Καθόλου τυχαίο το σύνηθες σχόλιο για τα “alef” και “moha” “δυο πιτσιρίκια που παίζουν!”. Έκανα φίλους, είδα να μ' αγαπούν ως άγνωστη άλλη, έφτασε ως εμένα ένα θεόσταλτο παιδί! Η Νεφέλη, η βαφτιστήρα μου. Από φίλο καλό (που γνώρισα στο... ίντερνετ!) γνώρισα τον μπαμπά της. 'Ηρθε με την μαμά της κρατώντας στους ώμους ένα θεικό μωρό. Με ξανθά κοτσίδια ολόρθα και μου πέρασε τα χεράκια της στο λαιμό. Ναι, αυτό το υπέροχο παιδάκι μου το έστειλε ο καλός άγγελος του διαδικτύου. Και πιστέψτε με, όχι μόνο, αυτό!
Σας ευχαριστώ.

YΓ. Δημοσιεύθηκε στο “Αίθριον” του “Πανδοχείου” στις 9 Αυγούστου 2009 και στο Mic (www.mic.gr/books.asp?id=18480) στις 7 Αυγούστου 2009 από τον φιλόξενο “πανδοχέα” Λάμπρο Σκουζάκη και θερμά τον ευχαριστώ. Δεν μ' έχουν πολυσυνηθίσει σε κάτι τέτοια, συνήθως στέκομαι απέναντι. Αυτή τη φορά με “υποχρέωσε” όμως να σκύψω να δω. Πόσο χαρούμενη και δυνατή με κάνουν, τελικά, τα βιβλία. Γενικώς τα βιβλία. Και των άλλων, ακόμα πιο πολύ!
Στο μεταξύ, γύρισα στη γωνιά μου, ξαναχώθηκα στα βιβλία και μ' αρέσει πολύ. Αυτά. Ας πάμε παρά κάτω, όμορφα θα 'ναι. Και μαγικά. Όπως είναι η ζωή εάν κατορθώνουμε να κρατάμε ανοιχτά τα μάτια και την καρδιά μας. Ας προσπαθήσουμε, έστω. Κάτι είναι κι αυτό, ναι?

Η Ιουστίνη Φραγκούλη έγραψε για το ΠΛΗΘΟΣ ΕΙΜΑΙ

Wednesday, August 19, 2009

Πλήθος είμαι



Της Ιουστίνης Φραγκούλη

Τη γνωρίζω όλο και περισσότερο μέσα απο τις επαφές μας στην Ελλάδα, πότε στην Αγκυρα και πότε σε φαγάκια μετα τις αλλεπάλληλες συμμετοχές της σε παρουσιάσεις .Το ταξίδι της περασμένης άνοιξης στη Ρόδο με έκανε να ανακαλύψω τη δροσιά που κρύβει αυτό το ξεχωριστό πλάσμα, που λέγεται Ελένη Γκίκα και σεμνύεται για το μεγάλο ταλέντο της στη γραφή αλλά και τη διεισδυτικότητά της κατα το διάβασμα των άλλων.

Πήρα το νέο της βιβλίο στα χέρια με τίτλο δανεισμένο απο τον Μπόρχες «Πλήθος Είμαι» εκδόσεις Αγκυρα, γνωρίζοντας εκ των προτέρων πως με αυτό το μυθιστόρημα η Ελένη Γκίκα θέλει να ξορκίσει το πένθος της για το τέλος, αυτό που τελικά φέρνει μια καινούρια αρχή στην άναρχη ύπαρξή μας.

Και έμεινα ξάγρυπνη να τυραννιέμαι απο τη Σαβίνα της, μισοαληθινή-μισοψεύτικη που χώθηκε στο υπόγειο της παιδικής της ηλικίας αναζητώντας τη μάννα της, τον πατέρα της, τον εραστή της, το ξένο αδερφάκι μα πάνω απ΄όλα την πορσελάνινη κούκλα της.

Η Σαβίνα , ηρωίδα της τριλογίας της ,γύρισε στο πατρικό της όπου τώρα πιά δεν είναι κανένας. «Κανέναν δεν βρήκε. Παρα μονάχη σκόνη, σκουριά και ερημιά».

Η Σαβίνα «θα βγεί στους δόρμους και με μεγάλα βήματα θα δρασκελίσει το παρελθόν. Μήπως και κατορθώσει να βρεί ανάπαυση στο παρόν της.»

Ετσι λοιπόν, σκυμμένη πάνω στους χάρτινους ήρωές της, με πυξίδα τις αναγνώσεις της, η Σαβίνα των διαρκών απογοητεύσεων θα προσπαθήσει ν’ ανασύρει απο το υγρό υπόγειο τις αναμνήσεις της, που ενώ στα πρώιμα χρόνια είχαν βαφτεί στα λιλά χρώματα της αισιοδοξίας , ξαφνικά στην εφηβεία χάθηκαν μέσα στο θραύσμα κι έγιναν αίμα, σιωπή, πόνος.

Ακόμη και η σχέση της με τον Αγγελο της μεγάλης ερωτικής ευωχίας κι αυτή μέσα απο τα βιβλία πέρασε κι έγινε κωδικός κοινής ύπαρξης. Βιβλία που αντάλλαξαν υπογραμμίζοντας σημεία-κοινούς κωδικούς πνευματικής συνενοχής και συνεννόησης. Βιβλία, που σταθμίζουν την αλήθεια τους μέσα απο την ανθρωποκεντρική προσέγγιση της ζωής.

Κι όλο σκαλίζει η Σαβίνα κι όλο βυθίζεται σε πετρωμένες λάβες, λερά υγρά υπόγεια, ψάχνοντας απελπισμένα την πορσελάνινη κούκλα μα πάνω απ όλα το τυχαίο που ανέτρεψε την κανονικότητα της εύρυθμης ζωούλας της. Το τυχαίο, το κομβικό σημείο που ανακάτεψε την ομαλότητα της ψυχής σπρώχνοντάς την στο παράλογο.

Σε τούτο το βιβλίο της η Ελένη Γκίκα έτσι απλά χωρίς τεχνάσματα θέτει ωμά ,ξεσκέπαστα, ειλικρινά την υπαρξιακή αγωνία στο έπακρό της. Ολόγυμνη την αλήθεια αναζητεί μέσα απο την ηρωίδα της, που περνάει απο αμφισβητήσεις, παρατηρήσεις, ενοχές, αναμνήσεις εστιάζοντας τον πόνο της στην ίδια την ανθρώπινη οντότητα.

Μαχαίρι είναι τούτο το βιβλίο, που τέμνει εγκάρσια την ψυχή και τη ζορίζει να συνέλθει απο τις αυταπάτες της. «Δεν είναι χρόνος τετελεσμένος το παρελθόν. Και η ζωή δεν ειναι τετελεσμένη ούτε δεδικασμένη ούτε υποθηκευμένη», γράφει η Ελένη Γκίκα.

Κάθε λέξη της ένα κουδούνισμα στ΄αυτιά, κάθε φράση της μια ρεαλιστική ερμηνεία της ζωής που ανατρέπεται απο το τυχαίο δίνοντας χώρο και χρόνο για περισσότερη προσωπική βάσανο. «Στην άσπρη σελίδα ο Χώρος και ο Χρόνος. Ο,τι ζήσαμε κι ό, τι θα ζεί. Το θεϊκό παρόν.»

Οπως και στα άλλα δύο βιβλία της τριλογίας, έτσι και σε τούτο το ταξίδι της προσωπικής αναζήτησης, του επαναπροσδιορισμού μέσα απο τους άλυτους γρίφους του παρελθόντος, η Ελένη Γκίκα εγκιβωτίζει σπουδαία συγγραφικά έργα άλλων, ειδωμένα με τη δική της κοφτερή και άναρχη ματιά. Φέρνει στο κείμενό της απο Ντοστογιέφσκι μέχρι Καραπάνου, απο Ρούθ Ρέντελ μέχρι Μάρω Βαμβουνάκη.

Αν ο διακειμενισμός θεωρείται αμαρτία στη συγγραφική πραγματικότητα, στο μυθιστόρημα της Ελένης Γκίκα αποτελεί ευλογία καθώς η συγγραφέας δεν κρύβει τις επιρροές της , αντίθετα με παρρησία και εισαγωγικά τις ενσωματώνει ευθαρσώς στο βαθειά υπαρξιακό της κείμενο.

Διάβασα το βιβλίο αργά και με πάθος στο μπαλκόνι με θέα τη λίμνη. Το σημείωσα, το μάτωσα κυριολεκτικά με κόκκινο μολύβι,κάθε που υπογράμμιζα μια φράση ζωής.

Ταράχτηκα με τούτο το ανάγνωσμα, σκίστηκαν τα σωθικά μου απο τον εντοπισμό θραυσμάτων αλήθειας , που θάθελα να κρύψω βαθειά μέσα μου κάτω απο περίτεχνα κεντημένα πετσετάκια της μαμάς μου.

Η Ελένη Γκίκα, η Σαββίνα με χάρισε όχι μόνο το ωραίον ταξίδι αλλά την αντάρα ενός αναγνώσματος, που είχα χρόνια να νιώσω μέχρι τα τρίσβαθά μου. Κι έτσι μπορώ να σιγοψιθυρίζω τώρα στον ανυποψίαστο γιό μου: «Θα είμαι όλοι ή κανείς, θα είμαι ο άλλος!»


Βιογραφικό της Ελένης Γκίκα

Η Ελένη Γκίκα γεννήθηκε και εξακολουθεί να ζει στο Κορωπί. Με απιστία κάποιων χρόνων στην Αθήνα. Το μόνο που έμαθε σ’ αυτή τη ζωή (και που κάνει κέφι να κάνει) είναι να διαβάζει. Βιβλία, Μανιωδώς. Από δίψα γραφής έγραψε κιόλας: Μυθιστορήματα, ποίηση, διηγήματα, συνεντεύξεις, άρθρα και κριτικές σε περιοδικά κι εφημερίδες.

Δημοσιογράφος είναι, ξεκίνησε από το «Αντί» και το «Φαντάζιο», όσο κι αν φαίνεται αντιφατικό. Για δέκα χρόνια εργάστηκε στο ραδιόφωνο και στις Εικόνες. Και με αντικείμενο το βιβλίο πάντοτε, εδώ και 15 χρόνια, στο «Έθνος της Κυριακής». Έχει την επιμέλεια της νεοελληνικής σειράς στις εκδόσεις «Άγκυρα». Έχει εκδώσει εννιά ποιητικές συλλογές, δυο συλλογές με διηγήματα, εννιά μυθιστορήματα, έναν τόμο με συνεντεύξεις και ένα παραμύθι.

Το "Πλήθος Είμαι" είναι το ενδέκατο μυθιστόρημά της.

ΕΡΓΑ ΤΗΣ:

ΠΟΙΗΣΗ:«Σηματοδότες», 1984«Δρασκελιές», Θεωρία, 1988«22 χρωματικές μεταμφιέσεις και 11 αιρετικά ποιήματα», Δωδώνη, 1992«Μέλι, μελό, μέλισσα, μάλιστα», Φιλιππότη, 1996«Έως, εαρινός, έρημος, έρχομαι», Φιλιππότη, 1997«Σώμα, σταυρός, σάρκα, σταυρώθηκα», Φιλιππότη, 1998«Θόλωσα, θύελλα, θάμβος, θυμήθηκα», Άγκυρα, 2000«Άβυσσος, άλγος, άλμα, αρχίζω» Άγκυρα, 2002«Εν αταξίαις άτακτοι όντες» Άγκυρα, 2006«Το γράμμα που λείπει» (υπό έκδοση)

ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ:«Όνειρα από Toplexil», Φιλιππότη, 1997«Εάν ο Καρυωτάκης παντρευότανε την Πολυδούρη», 1998«Μια καρδιά στο στομάχι» (υπό έκδοση)

ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΑ:«Αλήθεια, τα τρως ακόμα τα νύχια σου;», Φιλιππότη, 1996«Αναζητώντας τη Μαρία», Άγκυρα, 1998«Να τα μετράω ή να μην τα μετράω τα χρόνια;», Άγκυρα, 1999«Μετεβλήθη εντός μου ο ρυθμός του κόσμου», Άγκυρα, 2001«Το αίνιγμα του Άλλου», Άγκυρα, 2003«Οι κούκλες δεν κλαίνε», Άγκυρα, 2004«Χαίρε, παραμύθι μου», Άγκυρα, 2005«Αν μ’ αγαπάς, μη μ’ αγαπάς», Άγκυρα, 2006«Αύριο να θυμηθώ να σε φιλήσω», Άγκυρα, 2007«Υγρός Χρόνος», Άγκυρα, 2008

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ:«Δι’ εσόπτρου εν αινίγματι», Φιλιππότη, 1998«Άρον, άρον εγέννετο αύριο» (υπό έκδοση)

ΠΑΡΑΜΥΘΙ:«Το κοριτσάκι που πίστευε στα θαύματα», Άγκυρα, 2007

Σάββατο 5 Σεπτεμβρίου 2009

ΠΛΗΘΟΣ ΕΙΜΑΙ - αποσπάσματα

«Το πληγωμένο κοτσύφι, που βαριοπέταξε και κρύφτηκε στους θάμνους, είμαι εγώ, ενώ το λευκό περιστέρι που δεν θα πετάξει ποτέ, θα μπορούσε να είναι η ψυχή μου».
σελ.285

Παρασκευή 4 Σεπτεμβρίου 2009

ΠΛΗΘΟΣ ΕΙΜΑΙ - αποσπάσματα

Θυμάται τον Ματίς στην «Απόκρυφη οικειότητα» του Ίβαν Κλίμα: «Πρέπει να παίρνουμε τη ζωή όπως έρχεται και να συνειδητοποιούμε πως όλα θα περάσουν κάποια μέρα: ο πόνος, η χαρά και, στο τέλος, ακόμα κι εμείς. Τι είμαστε εμείς, θαρρείς, σε σχέση με τον ουρανό και τ’ άστρα; Ή ακόμα και μπροστά σ’ ένα δέντρο; Τουλάχιστον μέσα στα δέντρα φωλιάζει η γαλήνη, ενώ εμείς στροβιλιζόμαστε μέσα σε μια δίνη πάθους, οργής, λαχτάρας και προδοσίας», αλλά καθόλου δεν την ικανοποιεί.
Θυμάται τον Ντάνιελ τον εφημέριο να χάνει την πίστη του αναζητώντας την «απόκρυφη οικειότητα» σε μια γυναίκα:
«Καλύτερα να πάτε σε κάποιον θεραπευτή».
«Δεν πιστεύετε, λοιπόν, στη θαυματουργική δύναμη;»
«Κανένας δεν θα μας σώσει από τον θάνατο εδώ, στη γη. Ακόμα κι ο Λάζαρος, που μπορεί πράγματι να τον είχε αναστήσει ο Ιησούς, πέθανε ξανά. Μπορεί και την άλλη μέρα. Ή τον άλλο χρόνο».
«Μου έλεγε ένας ιερέας, ότι κάποιοι διάσημοι επιστήμονες στην Αμερική είχαν υπολογίσει την ενέργεια που κρύβεται στο ανθρώπινο μυαλό όταν πεθαίνει», είπε ο διπλανός του. «Στην περίπτωση ενός πιστού, αυτή η ενέργεια φτάνει στο συν πεντακόσια και είναι εικοσιπέντε φορές μεγαλύτερη απ’ αυτήν που έχει ένας από τους πιο ισχυρούς ραδιοφωνικούς σταθμούς της Αμερικής».
σελ.285-286

Πέμπτη 3 Σεπτεμβρίου 2009

ΠΛΗΘΟΣ ΕΙΜΑΙ - αποσπάσματα

Πόσο όμορφος είναι ο γαλάζιος ουρανός.
Θαυμαστά μας ευλογεί.
Ένα δώρο που ‘στειλε στον άνθρωπο ο Θεός,
Κι είναι δύσκολο με λόγια να εκφραστεί.

Κι όμως, πόσο συχνά το φως της αυγής
Πίσω απ’ τον φόβο του δειλινού κρύβεται
Ο άνθρωπος ξυπνάει σαστισμένος
Και η αλήθεια εξαφανίζεται».
σελ. 287

Τετάρτη 2 Σεπτεμβρίου 2009

ΠΛΗΘΟΣ ΕΙΜΑΙ - αποσπάσματα

«Μοναξιά…
Δεν πιστεύω όπως πιστεύουν,
δεν ζω όπως ζουν,
δεν αγαπώ όπως αγαπούν…
Θα πεθάνω όπως πεθαίνουν».
σελ.211

Τρίτη 1 Σεπτεμβρίου 2009

ΠΛΗΘΟΣ ΕΙΜΑΙ - αποσπάσματα

Κι ύστερα:
«Με κούρασε πολύ η Κυριακή
Πολλή Κυριακή για έναν άνθρωπο.
Με κούρασε κι αυτός ο γάμος «στις οκτώ»,
ο λόγος ο αμετάφραστος έσονται εις σάρκα μία-
κορίτσι πάλι η σκέψη και ταξίδευε
μ’ άσπρα ανοιχτά σεντόνια».
Κι ύστερα:
«Σου είπα:
- Λύγισα.
Και είπες:
- Μη θλίβεσαι.
Απογοητεύσουν ήσυχα.
Ήρεμα δέξου να κοιτά
Σταματημένο το ρολόι».
Κι ύστερα:
«Οι πιο μικρές αποστάσεις
είναι αποστάσεις αδιάβατες».
Κι ύστερα:
«…Έχω απολέσει κάτι, μα αγνοώ τι. Είναι μάλιστα αμφίβολο αν το κατείχα ποτέ, αυτό το κάτι. Κι όμως, είναι σίγουρο, το έχω απολέσει. Εξηγείστε μου ποια είμαι. Περιμένω από σας νέα μου».
Κι ύστερα…
σελ.204 - 205

Δευτέρα 31 Αυγούστου 2009

ΠΛΗΘΟΣ ΕΙΜΑΙ - αποσπάσματα

«Ποτέ δεν ξέρεις μ’ αυτούς που αγαπάς: αμελείς να τους κοιτάξεις μια στιγμή, και την επόμενη στιγμή έχουν χαθεί ή έχουν σκοτεινιάσει. Ακόμα και τα δέντρα – εξάλλου- το σκάνε πού και πού, έχουν άστατες διαθέσεις».
σελ.195

Κυριακή 30 Αυγούστου 2009

ΠΛΗΘΟΣ ΕΙΜΑΙ - αποσπάσματα

«Δεν σου έδωσα ούτε πρόσωπο, ούτε τόπο που να είναι δικός σου, ούτε κανένα ιδιαίτερο χάρισμα, ω Αδάμ, έτσι ώστε το πρόσωπό σου, τον τόπο και τα χαρίσματά σου να τα θελήσεις να τα κερδίσεις και να τα κατακτήσεις ο ίδιος. Η Φύση κλείνει άλλα είδη μέσα σε νόμους που εγώ θέσπισα. Αλλά εσύ, που κανένα όριο δεν περιορίζει, με τη διαιτησία σου, στα χέρια της οποίας σε εμπιστεύθηκα, ορίζεις μόνος τον εαυτό σου. Σε τοποθέτησα στο κέντρο του κόσμου, για να μπορείς καλύτερα να θωρείς όσα περιέχει ο κόσμος. Δεν σ’ έκανα ούτε ουράνιο ούτε γήινο ούτε θνητό ούτε αθάνατο, ώστε εσύ, μόνος ελεύθερος, σαν ένας καλός ζωγράφος ή ένας άξιος γλύπτης να τελειώσεις μόνος σου τη δική σου μορφή.
σελ. 207

Σάββατο 29 Αυγούστου 2009

ΠΛΗΘΟΣ ΕΙΜΑΙ - αποσπάσματα

«Είναι κάποια γεγονότα στη ζωή του καθενός μας που είναι καρμικά».
Θυμάται τον Αισχύλο, την πρόβλεψη που του είχε γίνει ότι θα πέθαινε από κάτι που θα του έπεφτε στο κεφάλι Απέφευγε σπίτια, πόλεις, δέντρα και βράχια, για να σκοτωθεί τελικά απ’ το καβούκι μιας χελώνας που ξέφυγε από τα νύχια ενός αετού.
Θυμάται και τον Περίανδρο, έναν απ’ τους επτά σοφούς. Που, σ’ ένα ξέσπασμα οργής, πιστεύοντας τις κατηγορίες που του λεν οι ερωμένες του, σκοτώνει την έγκυο γυναίκα του, χτυπώντας την μ’ ένα σκαμνί. Κι ύστερα, βάζει να κάψουν στην πυρά τις ερωμένες τους. Και σα να μην έφτανε όλο αυτό, η μάνα του, όντας ερωτευμένη μαζί του, ω ναι, όλα μπορούν να συμβούν σ’ αυτή τη ζωή, τον πείθει πως μια πολύ ωραία γυναίκα εκφράζει την βαθιά της επιθυμία να του δοθεί. Προυπόθεση, το απόλυτο σκότος και η σιωπή. Αλλά κάποια μέρα, υποκύπτοντας στον πειρασμό να δει αυτή τη σαγηνευτική ερωτευμένη, σηκώνει την λάμπα και την φωτίζει «τη σωστή στιγμή». Επιθυμεί τότε να την σκοτώσει, αλλά μη μπορώντας τελικά να το κάνει, τρελαίνεται, και η μητέρα του αυτοκτονεί. Εκείνος, επιθυμώντας ο θάνατός του να παραμείνει μυστήριο, διατάζει δυο νεαρούς να βγουν τη νύχτα από ένα κρυφό μονοπάτι, να σκοτώσουν τον πρώτο περαστικό και να τον θάψουν και τους πληρώνει γι’ αυτό. Κατόπιν διατάσσει μια μικρή στρατιά ν’ ακολουθήσει εκείνους, να τους σκοτώσουν και να τους θάψουν και τους πληρώνει γι’ αυτό.
Εκείνος, σκοτώνεται κυνηγώντας τους πληρωμένους από τον ίδιο δολοφόνους του. Κρατώντας για πάντα κρυφό έναν αληθινό κι έναν ψεύτικο τάφο και έχοντας την εντύπωση πως έτσι σκοτώνει τον ίδιο τον θάνατο.
σελ.193-194

Παρασκευή 28 Αυγούστου 2009

ΠΛΗΘΟΣ ΕΙΜΑΙ - αποσπάσματα

«Να κάνω ό,τι καλύτερο μπορώ. Να επεξεργαστώ ανεπαίσθητα αυτή τη διόρθωση. «Τον ίδιο τον εαυτό μου διορθώνω», έλεγε ο Yeats, «όταν διορθώνω τα έργα μου».

Και έτσι βλέποντας και ξαναβλέποντας ακριβώς το ίδιο πλάνο, είναι σα να διορθώνω την ίδια την σκηνή.

«Για ποια μαμά σου, επιθυμείς να σου μιλήσω, όπως την έβλεπα τότε ή με τα μάτια μου τα τωρινά;»
«Μια είναι η μαμά, Αρετή, και τότε και τώρα και μια και μοναδική η σκηνή».
«Αλλάζουν οι άνθρωποι και οι σκηνές μέσα στα χρόνια, αλλού το φως, αλλού οι σκοτεινιές τους πια και μας ακολουθούν. Μπορώ να σου μιλήσω για τα παλιά, μόνο με αυτό που έχω γίνει. Και μ’ ό,τι έχεις γίνει μπορείς να τ’ ακούσεις κι εσύ.
Με ό,τι έχουμε βλέπουμε, με ό,τι είμαστε! Και μεσ’ στον χρόνο γινόμαστε άλλοι κι εμείς».

Σταυρώνει τα χέρια, στωικά, λες και πρόκειται να πεθάνει. Τόσο ήρεμη, τόσο αθεράπευτα ήρεμη, τόσο αθεράπευτα ήρεμη πια.
«Η Ελένα ήταν ένα ζωντανό ζωηρό πλάσμα. Γεμάτο νεύρο, ταλέντο, φωνή. Ζωγράφιζε θεικά κάτι μυστήρια τοπία που θύμιζαν σπαζοκεφαλιές. Στα κλαδιά- αν το πρόσεχες- κρύβονταν τέρατα, στη θάλασσα, χαμένοι μέσα στα κύματα εραστές. Στη στέγη, αν κρατούσες τη ζωγραφιά σε ορισμένη θέση πλαγίως, ξεπετιούνταν πουλιά. Τα σφαλιστά παράθυρα, άνοιγαν πού και πού για λίγους κι από το τζάκι ξεπηδούσε φωτιά.
Στη συστάδα των δέντρων καιροφυλακτούσαν φαντάροι, ο άντρας μου ορκιζόταν ληστές «εγώ μόνο έναν πύργο ζωγράφιζα», ισχυριζόταν εκείνη.
Αλλά το ίδιο γινόταν και όταν ζωγράφιζε εραστές. Απ’ τα μαλλιά της, κάμπιες γίνονταν πεταλούδες, στα χέρια του κρατούσε βρύσες, μολύβια, μελανοδοχεία, καρδιές.
Στο παλτό του αντί για κουμπί, μια χελώνα. Στη ζακέτα της, ανεμώνες και νεκροί εραστές.
Θάμβος και φρίκη, όπως και στη ζωή της, στους πίνακές της βαδίζανε χέρι με χέρι. Το ίδιο γινόταν και όταν την άκουγες να παίζει μουσική.
Έργα γνωστά, Σοπέν, Ραβέλ, Μπαχ και Μότσαρτ που, όσο κυλούσαν γίνονταν δικά της, στην αρχή τρυφερά, θωπευτικά, παραμυθένια, μυθικά.
Για να καταλήξουν φόβος και τρόμος, ο απόλυτος εφιάλτης, αφού προχωρώντας τα πλήκτρα στο πιάνο, από κάποιο σημείο και μετά, τρόμαζε κι αυτή.
«Αρετή μου, ούτε κι εγώ ξέρω από πού ξεπηδά αυτή η αλλόκοτη μουσική. Την ακούω και θέλω δεν θέλω, την ακολουθώ και την παίζω. Το ίδιο ακριβώς μου συμβαίνει και με τη ζωγραφική.
Σπιτάκια, βουνά και λίμνες χαράζω. Με έκπληξη βλέπω κατόπιν να ξεπροβάλουν σκηνές.
σελ.213-214

Πέμπτη 27 Αυγούστου 2009

ΠΛΗΘΟΣ ΕΙΜΑΙ - αποσπάσματα

Ανεβαίνοντας επάνω, φωνές από κοριτσάκια που παίζουν:
«- Μ’ αγαπάς, Κλειώ;
- Σ’ αγαπώ.
- Μέχρι πού;
- Μέχρι τον ουρανό.
- Δε μου φτάνει. Θέλω κάτι πιο πολύ.
- Τι είναι πιο πολύ απ’ τον ουρανό;
- Η Γη. Θέλω να μ’ αγαπάς μέχρι τη Γη.
- Υπόσχομαι να σ’ αγαπώ μέχρι τη Γη, είπε η Κλειώ.
- Για πάντα;
- Για πάντα!»
Από το παιδικό της δωμάτιο. Η μία, είναι η δική της φωνή. Αλλά δεν ξέρει ποια είναι η Κλειώ. Στη ζωή της, ποτέ, καμία Κλειώ.
Και εννοείται,
κανένα «Για Πάντα».

Ανοίγει την πόρτα του παιδικού της δωμάτιου.
Κανείς.

«- Όταν χαμογελάς, φεύγει το μαράζι, έλεγε η μαμά της.
- Τι είναι το μαράζι, μαμά;
- Μαράζι είναι η λύπη όταν χάνεις αυτό που αγαπάς.
- Αυτό που αγαπώ θέλω να μείνει για πάντα εδώ».
Ακούει την φωνή της. Τότε. Αλλά τώρα πια καταλαβαίνει και τι ακριβώς είναι «το μαράζι».
σελ.222-223

Τετάρτη 26 Αυγούστου 2009

ΠΛΗΘΟΣ ΕΙΜΑΙ - αποσπάσματα

Τα γράμματά της. Μικρά, συνεχόμενα, διακριτικά, σκοτεινά. Στην πρώτη σελίδα:
«Δεν είναι συνηθισμένη στην ευτυχία» είπε. «Με φοβίζει».
«Τι θα σε βοηθούσε;» Δεν έδωσε καμία απάντηση σε αυτό και μια νύχτα ψιθύρισε: «Αν πέθαινα. Τώρα που είμαι ευτυχισμένη. Θα το έκανες αυτό; Δεν θα χρειαζόταν να με σκοτώσεις. Πες «πέθανε» και θα πεθάνω. Δεν με πιστεύεις; Τότε προσπάθησε, προσπάθησε, προσπάθησε, πες «Πέθανε» και θα με δεις να πεθαίνω».
Κι από κάτω:
«Όμως εγώ που σ’ αγαπώ τόσο πολύ δεν πρόκειται ποτέ να στο κάνω. Εγώ που σ’ αγαπώ μέχρι θανάτου. Πολύ».
σελ.231

Τρίτη 25 Αυγούστου 2009

ΠΛΗΘΟΣ ΕΙΜΑΙ - αποσπάσματα

Ώρες- ώρες το ‘κανε πείραμα. Γέμιζε φούχτες με λέξεις και τις πετούσε ατάκτως, τις έφτυνε, στ’ άσπρο χαρτί, στη ζωή.
Μ’ έκπληκτα μάτια τις έβλεπε αγάπες και φιλίες να γίνονται, ιστορίες περιπαθείς, τρυφερές, θλιβερές.
Βάσανο που γίνεται βάλσαμο. Και η πρωταρχική κραυγή, μοίρα που επέλεξε στα κρυφά, πεπρωμένο.
Χαρτιά μιας τράπουλας που της μοιράστηκαν χωρίς να τη ρωτήσουν αν παίζει αλλά στο πώς θα στηθεί το παιχνίδι, την τελευταία λέξη θα την έχει πάντοτε αυτή.

Κάπως έτσι γεννήθηκε κάποια στιγμή η Αντιγόνη της «Αναζητώντας μια Μαρία». Από τη νύχτα, ένα κομμάτι μαύρο βελούδο που επιθυμούσε διακαώς να ξεφύγει’ να υψωθεί: από τη μοίρα της, τη μάνα της, το φύλο, την εποχή, την πατρίδα. Η ζωή της, μια τελεία στην άκρη, στο άγραφο ακόμα χαρτί.

Ο Νικηφόρος ήρθε από τα έγκατα και στα έγκατα μετέβη. Αναρωτούμενος μέχρι εσχάτων «Να τα μετράω τα χρόνια ή να μην τα μετρώ»; Άμμος ο Χρόνος στα δάχτυλα και του γλιστράει. Άμμος και η αγάπη για την Όλγα, για τη ζωή.

Η Μάγια, πυγολαμπίδα τη νύχτα, μπέρδεψε τα αινίγματα. Μη διακρίνοντας εν τέλει ότι «το αίνιγμα του άλλου» είμαι πάντοτε εγώ. Το μεγαλύτερο αίνιγμα. Ο μέχρις εσχάτων, άγνωστος τελικά, εαυτός.

Η Αγγελική υπήρξε πιο τυχερή. Παρότι εξ’ αρχής φάνηκε ως η μεγάλη άτυχη. Αλίκη, στην χώρα των παιδικών της θαυμάτων, επέζησε τελικά των αντικατοπτρισμών. Αριάδνη, που το βρίσκει το νήμα και θα ξεφύγει κάποια στιγμή απ’ το σπίτι του Αστερίωνα. «Οι κούκλες δεν κλαίνε», αλλ’ η Σαβίνα μπορεί και να το ορκιστεί: όλες οι δικές της έκλαψαν, και με λυγμούς μάλιστα, κάποια στιγμή.

Η Λίλια δεν θα σταματήσει ποτέ να αποχαιρετά το παραμύθι της, εξάλλου πώς; Το παραμύθι είμαστε εμείς. Και ο Βλαδίμηρος, σφετεριστής της αγάπης κι εκείνου του άλλου, ως «σύννεφο με τα παντελόνια» κάποια στιγμή θ’ αναληφθεί.

«Το κοριτσάκι που πίστευε στα θαύματα» ποτέ δεν θα μεγαλώσει. Καλύτερα, σκέφτεται, αρκεί να μη φύγει, να μη ξεφύγει ποτέ από το θαυμαστό. Κι η Ρόζα, θα χαθεί μια για πάντα μέσα στα τριαντάφυλλα.
Κάκτος, σε σχήμα καμέλιας, τελικά.

Η Ζέλντα θα τα κάψει σαν την πεταλούδα τα χρυσά της φτερά. Και ο Σκοτ, θα πνιγεί στο μπουκάλι και στα πολλά του ταλέντα, ω ναι! Αυτό, όπως και ο Άγγελος, ήξερε να το κάνει καλά: «Ράγισε τώρα»!
αλλά όλοι μας ραγισμένα γυαλιά, πώς κολλήσαμε εξάλλου;

Ραγισμένα γυαλιά, ραγισμένη πόλη, ραγισμένη καρδιά.
σελ. 173-175

Δευτέρα 24 Αυγούστου 2009

ΠΛΗΘΟΣ ΕΙΜΑΙ - αποσπάσματα

Οι κουκουλοφόροι, ξέρεις, δεν είναι καινούργια έκφραση. Πάντοτε υπήρξαν κουκουλοφόροι. Παντού. Σε κάθε εποχή. Και οι κουκουλοφόροι της εποχής, προηγήθηκαν των Γερμανών, αυτό αποτελεί ιστορική αλήθεια, όλοι το ξέρουν και ας σωπαίνουν, και να το ξέρεις.
Τα πρώτα θύματα, ήσαν όσοι τους αναγνώρισαν «Παιδί μου, εσύ;» Έμεινε δίπλα του η Θεία Σταματία, τον ήξερε από μικρό παιδί, στην αυλή της μεγάλωνε, ήτανε δυνατόν να μην τον αναγνωρίσει; Σα να την βλέπω να πέφτει χτυπημένη στο στήθος, μπροστά, «Αχ παιδί μου, γιατί» η τελευταία κραυγή.

Δικός μας δάκτυλος άναψε τις φωτιές, δείχνοντας: εδώ, εκεί, εκεί! Προσωπικά χρέη, λογαριασμοί παλιοί, αντιζηλίες, πολιτικές διαφωνίες, ερωτικοί ανταγωνισμοί, όλα στο ίδιο σακί.
Μικρά παιδιά, ως και μικρά παιδιά χάθηκαν σ’ αυτή την αλλόκοτη μάχη έξω απ’ τον πόλεμο.
Ο πόλεμος να ‘χει τελειώσει κι όμως, εδώ, οι άνθρωποι να χάνουν τη ζωή.
σελ.182

Κυριακή 23 Αυγούστου 2009

ΠΛΗΘΟΣ ΕΙΜΑΙ - αποσπάσματα

Τρελαίνεται για θύελλες και καταιγίδες. Και την μαγεύουν τα πορτοπαράθυρα που χτυπούν.
Μετρώντας συχνότητα, αποκωδικοποιεί τους νεκρούς της.
Έχει δική της διάλεκτο η καταιγίδα. Όπως και η σιωπή. Και γι’ αυτό αγαπά τόσο πολύ αυτόν τον κήπο, ετούτο το σπίτι.
σελ. 233

Σάββατο 22 Αυγούστου 2009

ΠΛΗΘΟΣ ΕΙΜΑΙ - αποσπάσματα

Είναι μεσάνυχτα, κι ο Στέφανος αποκωδικοποιεί αριθμούς. Από παιδάκι αυτό που τον μάγευε, δεν ήταν τα σχήματα ή τα γράμματα, αλλά οι αριθμοί. Το ένα «1» που αδυνατούσε κατ’ αρχάς να συλλάβει: πώς η μονάδα προκύπτει, τελικά, απ’ το πουθενά; Το δυο «2», λογικότερο, αφού υπήρχε το ένα, το πέντε, το εφτά, γιατί άραγε να υπάρχει (ή μήπως όχι) μαγικός αριθμός;
Το άπειρο που είναι, τελικά, ή δεν είναι και πώς ορίζεται, με ποιο τρόπο μπορεί και να φτάσει ως εκεί;
Ο Χι και ο Ψι και τι συμβολίζουν οι ίδιοι πάντοτε για τον καθένα αναζητητή. Στις λέξεις, το ίδιο, για τον κάθε άλλο, είναι και δεν είναι.
Κάτι που ποτέ δεν καταδέχθηκε η σταθερότητα και το απόλυτο των αριθμών.
Στο σχολείο, το βλέπει, τον σέβονται αλλά και τον αποφεύγουν. Όμως, αυτός δεν είχε ποτέ του κανέναν ανάγκη, όσο υπήρχε για κείνον η αλχημεία των αριθμών: που υλοποιούσε εκ του μηδενός νόημα, ζωή, χρυσάφι, Θεό.
Έτσι κι απόψε, λοιπόν, για να μπορέσει να την ξεχάσει, υποκύπτει στων αριθμών την ουράνια μουσική.
Αλλά όλα είναι εκείνη. Και η μονάδα και το άπειρο. Κι εκείνος, μέσα στη νύχτα, ο περιττός αριθμός.
Μόνος. Κι ούτε θηρίο, ούτε Θεός.
Ας είναι, Θεώρημα άλυτο η Ελένα. Ακόμα και για τον ισχυρότερο λύτη.
Αύριο, θα της μιλήσει.
Θα την διεκδικήσει.
Τον κούρασε τόσο η μοναξιά και το αύταρκες του περιττού αριθμού.
Κουράστηκε να είναι ο περιττός.
σελ.238-239

Παρασκευή 21 Αυγούστου 2009

ΠΛΗΘΟΣ ΕΙΜΑΙ - αποσπάσματα

Το μέλλον μας βασανίζει, το παρελθόν μας αλυσοδένει.

«Πολλοί θα σκότωναν για να δουν το μέλλον, μερικοί θα πεθάνουν επειδή είδαν το παρελθόν». Είναι ο τόπος ή το γεγονός, η στιγμή, που ανακαλεί τη χαμένη σκηνή μεσ’ στον χρόνο;
Το κομματάκι που ηθελημένα ή αθέλητα χάσαμε και δίχως αυτό ούτε αναπαμός ούτε απάντηση στο ερώτημα.
Και είμαστε άνθρωποι του ενός ερωτήματος, ας μη το ξεχνάμε!
σελ. 254

Πέμπτη 20 Αυγούστου 2009

ΠΛΗΘΟΣ ΕΙΜΑΙ - αποσπάσματα

Και η ελιά που φυτέψανε κάτω από το πρεβάζι μαζί, τώρα ξερή.
Θυμάται το βλέμμα της μαμάς της, κι όμως, μπορεί ως και να πάρει όρκο’ το πώς καμάρωνε τον πατέρα. Που έσκαβε, έσκαβε βαθιά. «Για να βρίσκουν τροφή οι ριζούλες». «Σαβινάκι μου, αυτή η ελίτσα να το θυμάσαι, είναι για σένα».
Απ’ το σπασμένο παράθυρο την κοιτάζει’ ξερή.
«Κυρά- Σαβίνα, τι λες, να το ξεριζώσουμε αυτό το δέντρο;»

«Ξεριζώνοντας αυτό το δέντρο είναι σα να μου ξεριζώνεται τη ζωή!»
Δεν θα το πει.
«Άστο για πείραμα, Νώντα μου! Σκάλισέ το, βάλε του λίπασμα. Θα το ποτίζω κι εγώ! Ή μάλλον όχι, κατεβαίνω τώρα, αυτό το δέντρο εγώ είμαι εκείνη που θα πρέπει να το φροντίσω».
σελ.164

Τρίτη 18 Αυγούστου 2009

ΠΛΗΘΟΣ ΕΙΜΑΙ - αποσπάσματα

«… Η ματαιοδοξία είναι πανταχού παρούσα: Νηστεύω από ματαιοδοξία’ κι όταν διακόπτω τη νηστεία για ν’ αποκρύψω την εγκράτειά μου απ’ τους ανθρώπους, τότε πάλι η ματαιοδοξία είναι εκείνη που με οδηγεί να το κάνω, επειδή θεωρώ σοφό τον εαυτό μου. Η ματαιοδοξία με πλημμυρίζει όταν φορώ ωραία ενδύματα, αλλά και όταν ντύνομαι φτωχικά, πάλι από ματαιοδοξία το κάνω’ αρχίζω να ομιλώ, τούτο συμβαίνει επειδή είμαι ματαιόδοξος, αλλά κι όταν σωπαίνω, αυτή είναι που νίκησε πάλι. Όπως και να την πετάξεις αυτή την τρίαινα, τα δόντια της πάντα προς τα πάνω θα είναι ορθωμένα…»
Διαβάζει Ταρκόφσκι όπως άλλος θα διάβαζε «Εκκλησιαστή» ή το «Γεροντικό». Διαβάζει Ταρκόφσκι, παρ’ ότι της βάζει δύσκολα μια ζωή.
«Αυτός που προδίδει έστω και μια φορά τις αρχές του, χάνει την αγνότητα της σχέσης του με τη ζωή. Το να εξαπατά κανείς τον εαυτό του, είναι σα να παραιτείται από τα πάντα, από την ταινία του, από τη ζωή του»…
Κοιτάζει πίσω της.
Και η ζωή, μια ατέλειωτη σειρά από προδοσίες.
Και η επιστροφή της σ’ αυτό το σπίτι; Ματαιοδοξία ή Ειμαρμένη;
σελ. 274
Για τις δικές μας, πρώτ’ απ’ όλα, άγρυπνες νύχτες…
άγρυπνη νύχτα μου…

Αρχειοθήκη ιστολογίου